Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Και εις την κρυσταλλώδη, την στίλβουσαν αυγήν του, έβλεπες εν ρεμβασμώ, μίαν καταπράσινην, αραγμένην σκούναν. Κάθε βράδυ, μετά τον θαλασσινόν μου περίπατον, επερνούσα δίπλα της. Η μικρά φελούκα εσειάριζεν. Ανεκόπτετο ο δρόμος.
Εκύτταζα τριγύρω, αχ! και ο καιρός, που η καρδιά μου ήτο μόνη, ξαναέζησε τώρα μπροστά μου. — Αγαπητή βρύση, είπα, από τότε δεν αναπαύθηκα πλέον εις τη δροσιά σου, γλήγορα επερνούσα και κάποτε μήτε σε εκύτταζα. — Παρετήρησα κάτω, και είδα ότι η Αμαλίτσα πολύ προσεκτικά έπαιρνε με ένα ποτήρι νερό. — Εκύτταξα την Καρολίναν, αισθάνθηκα τι ήταν αυτή για μένα.
Και κάθε νύκτα, όταν ήρχετο το μεσονύκτιον, έστρεφα το ρόπτρον της θύρας του και την άνοιγα! ω! τόσον ήσυχα! Και τότε, όταν το άνοιγμα ήτο αρκετόν διά να περάση η κεφαλή μου, έβαζα μέσα ένα κρυφοφάναρο, κλειστό, πολύ κλειστό, διά να μη φεύγη κανένα φως, και τότε επερνούσα το κεφάλι μου εις το δωμάτιον. Ω! θα είχετε γελάσει εάν εβλέπατε όταν έβαζα το κεφάλι μου, με πόσην προφύλαξιν το έβαζα!
Τώρα θυμούμαι τι μου έλεγεν η μητέρα μου χθες όταν εγύρισα στο σπίτι• Πάμφιλε, μου έλεγε, ο συνομήλικός σου ο Χαρμίδης, ο γυιός του γείτονα του Αρισταινέτου, εφρονίμεψε και παντρεύεται• και συ έως πότε θα ζης με μια εταίρα; Την ήκουα με μισό αυτί να μουρμουρίζη αυτά και άλλα και αποκοιμήθηκα. Το πρωί δε εσηκώθηκε πολύ ενωρίς και όταν επερνούσα δεν είδα τίποτε απ' αυτά που είδε αργότερα η Δωρίς.
Και ούτως επήγα εις τον αιγιαλόν, διά να ερωτήσω αν ήτο κανένα καράβι διά να μισεύη διά τες Ινδίες· και ευρίσκοντας ένα, που έμελλε εις ολίγας ημέρας να μισεύση, εχάρην εις αυτήν την συναπάντησιν· Ως τόσον επερνούσα τες ημέρες μου εις μεγαλωτάτην θλίψιν, έως που να έλθη η ημέρα του μισευμού μου, και ο Αμπίμπης δεν έλειπε με κάθε τρόπον που να πασκίση να κάμη να μου διαβή αυτή η θλίψις· μα εστάθηκαν όλα ανωφελή διά να μου εξαλείψουν την ενθύμησιν της ωραίας Γαντζάδας.
Το θέλω κ' εγώ; Να, έτσι κάνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου. Και έδειξε πέραν προς τον μαύρον δρυμόν, όπου υπελεύκαζον όγκοι τινές υψηλοί. — Είνε βράχια, απήντησεν ο αρχηγός. Ντροπή σου! — Ήμουν δεκαπέντε χρόνων, σου το είπα. Επερνούσα από το ρέμα, ένα μεγάλο και σκοτεινό ρέμα, μαύρο, κατάμαυρο, όπως μαυρίζει εκεί — και έδειξε πέραν το δάσος. — Ήτον καταμεσήμερο, και της ηύρα κ' εχόρευαν.
Επερνούσα το λοιπόν πολλά ειρηνικά, και αναπαυμένα τον καιρόν μου εις εκείνο το θαυμαστόν σπήλαιον, σπουδάζοντας με ησυχίαν χωρίς να κουρασθώ εις το διάστημα του χρόνου, εκείνα τα θαυμαστά βιβλία από τα οποία εκαρποφορέθηκα μεγάλως, και μάλιστα εις τα πλέον απόκρυφα της φύσεως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν