Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Άλλοι έτρεχαν αποκαρωμένοι απάνω στ' αμάξια· άλλοι αρπάζονταν από τη μποτίλια της βότκας· άλλοι εχόρευαν μισοστρατίς και άλλοι εγκρεμίζονταν αναίσθητοι, γυναίκες και άντρες μαζί, στα χαλίκια του γιαλού και τους τράφους του δρόμου.
Άλλοτε οι χορεύοντες ήσαν συγχρόνως και τραγουδισταί• αλλ' επειδή όταν εχόρευαν η πνευστίασις εξησθένει και διέκοπτε την φωνήν και ασχήμιζε το άσμα, εθεωρήθη καλλίτερον να τραγουδούν άλλοι και άλλοι να χορεύουν. Αι δε υποθέσεις είνε κοιναί και ουδόλως διαφέρουν εις την τραγωδίαν και την όρχησιν παρά μόνον ότι εις την τελευταίαν είνε ποικιλώτεραι και τεχνικώτεραι και παρουσιάζουν μυρίας μεταβολάς.
Οι ιερείς εκείνου του ναού φοβισμένοι από μίαν τέτοιαν μεταμόρφωσιν έφυγαν κακώς έχοντες, οι γυναίκες που εχόρευαν, εκατατσακίζονταν ποία να πρωτοφύγη· η βασίλισσα γροικώντας τούτο, η χαρά της εστράφη εις φόβον, έτρεξεν εις το παλάτι της όλη έντρομος· και εις μίαν στιγμήν ο ναός έμεινεν έρημος, και δεν έμειναν άλλοι, παρά οι δύο εξωτικοί οι οποίοι βλέποντες που εξανάλαβαν την πρώτην τους μορφήν, ήσαν πολλά εκστατικοί εις την χαράν τους, και εστοχάζοντο ότι αυτό θα εσυνέβη δια κάποια τινά κορίτσια τα οποία βλέποντας αυτούς τόσον γέροντας, θα έκλιναν προς αυτούς και θα τους ηγάπησαν και εις το αναμεταξύ που αυτοί ούτως εστοχάζοντο, είδαν αιφνιδίως να φανερωθή εις τον ναόν ο Μπρακμάνος, ο οποίος ήτο συντροφευμένος με μίαν ωραίαν κόρην, που ο Δαλήκ την ανεγνώρισε πως ήτον η Φατμέ, και ο Αδήλ την εστοχάσθη πως αυτή ήτον εκείνη, που είδεν εις τον ύπνον του, και βλέποντάς την εφώναξε.
Λέγοντας έτσι εκείνη επήρε τον Κουλούφ από το χέρι και τον έφερεν εις μίαν σάλαν και εκεί εκάθησαν όλες εις μίαν μακράν τράπεζαν, η οποία ήτον γεμάτη από πολυποίκιλα και νόστιμα φαγητά και πιοτά. Και αφού έφαγαν και έπιαν, εσηκώθηκαν οι σκλάβες από την τράπεζαν και άλλες επήραν και ελαλούσαν διάφορα όργανα, και άλλες ετραγουδούσαν με αγγελικές φωνές, και άλλες εχόρευαν διαφόρους χορούς.
Και τα πρόβατα έβγαιναν έξω τρεχάτα από τη σκάλα χωρίς να ξεγλιστρούν από τα νύχια τους και τα γίδια πιο τολμηρά, επειδή ήτανε και συνηθισμένα ν' ανεβοκατεβαίνουν τους γκρεμνούς. Κι' αυτά τριγύριζαν τη Χλόη σαν να εχόρευαν πηδώντας και βελάζοντας κ' έδειχναν με τέτοια τη χαρά τους.
Εκεί ήλθαν εις τον κήπον παιδάκια, και έρριπταν εις το νερόν ψωμί διά τους κύκνους. Το μικρότερον εφώναξε: Να, ένας άλλος κύκνος! Και τα άλλα παιδάκια εφώναξαν και εκείνα: Ήλθεν άλλος ένας κύκνος! Και εκτυπούσαν τα χεράκια των και εχόρευαν επάνω εις το χόρτον, και έτρεξαν να το ειπούν εις τον πατέρα των και εις την μητέρα των.
Το θέλω κ' εγώ; Να, έτσι κάνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου. Και έδειξε πέραν προς τον μαύρον δρυμόν, όπου υπελεύκαζον όγκοι τινές υψηλοί. — Είνε βράχια, απήντησεν ο αρχηγός. Ντροπή σου! — Ήμουν δεκαπέντε χρόνων, σου το είπα. Επερνούσα από το ρέμα, ένα μεγάλο και σκοτεινό ρέμα, μαύρο, κατάμαυρο, όπως μαυρίζει εκεί — και έδειξε πέραν το δάσος. — Ήτον καταμεσήμερο, και της ηύρα κ' εχόρευαν.
Είπ' ο Δαμοίτας κ' έπαψε κ' εφίλησε το Δάφνι και μια φλογέρα τούδωκε· κ' ευθύς γι' αντιδοσίδι ένα σουραύλι εχάρισεν ο Δάφνις στο Δαμοίτα. Και το σουραύλι παίζοντας, παίζοντας τη φλογέρα, τα δαμαλάκια εχόρευαν στη μαλακή τη χλόη. Κ' έτσι κανείς δε νίκησε τον άλλο στο τραγούδι. Τα πρόβατά του βόσκοντας απάντησ' ο Μενάλκας απάνω στα ψηλά βουνά το Δάφνι το βουκόλο.
Έπειτα από εκεί ο οδηγός μου με έφερεν εις ένα κάμπον πολλά χαρμόσυνον ο οποίος ήτο γεμάτος από ωραιότατα κορίτσια, που εσύγχισαν τον νουν μου τα κάλλη τους· μερικά από ταύτα ετραγωδούσαν· άλλα ελαλούσαν διάφορα όργανα και άλλα εχόρευαν κάθε λογής χορούς· και τόσον ευφράνθη η καρδία μου να τα βλέπω και να ακούω, που τέλος πάντων ολίγον έλειψε να τρελλανθώ.
Εκεί επάνω, εις τον κρημνόν, έβλεπε της νεράιδες, ένα πλήθος λευκοφορεμένων γυναικών, που ήσαν πιασμέναι εις χορόν, κ' εχόρευαν «στον καλό τους καιρό», κ' ετραγωδούσαν. — Και τι τραγούδι, έλεγαν, μάνα; ηρώτησεν η μικρά Τσιτσώ, εννέα ετών παιδίσκη, την μητέρα της. — Έλεγαν, κορίτσι μου : «Ακούτε μας· μιλάτε μας· ημείς, καλές κυράδες . . .» — Ήθελα κ' εγώ να τώβλεπ' αυτό, μάνα, είπεν ο Φάλκος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν