Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Η Φατμέ παρεδόθη εις την εξουσίαν του Αδήλ χωρίς αντίστασιν, και η Κατηγέ εκστατική εις το να ιδή τον Δαλήκ με τόσην ωραιότητα και νοστιμάδες εστοχάσθη πως αυτός θα ήτον εκείνος, που είδεν εις το όνειρόν της· όθεν έστερξε μετά χαράς εις το να τελειώση την ευτυχίαν του.
Κατηγέ, ηκολούθησε γυρίζοντας προς την μικρότερην· εσύ θυγατέρα μου με το να είσαι μικρή ακόμη, πρέπει να υποτάσσεσαι εις την αδελφήν σου Φατμέ, επειδή και αυτή δεν θέλει σε διατάξει κακά ήθη, και κακές πράξες και εσύ Φατμέ θέλεις την κυττάζει ωσάν μεγαλύτερη που είσαι. Και ύστερον από αυτές τες παραγγελίες και άλλες παρόμοιες, τες αγκάλιασε και τες δύο και αποφιλώντας τες εξεψύχησε.
Η Φατμέ αναστενάζοντας του απεκρίθη· ημείς, αφέντη, είμεθα δύο πτωχά κορίτσια, χωριατοπούλες· εχθές εχάσαμεν την μητέρα μας που την εδάγκασεν ένα φείδι, και απέθανε, και μας άφησεν ορφανές με τούτο το εργόχειρον να πλένωμεν ενδύματα διά να ζήσωμεν.
Εις τα πλησίον μέρη του Μουσουλπατάν, πόλιν του βασιλείου της Γολκόνδας, εκατοικούσε μία χωριάτισσα με δύο θυγατέρας πολλά ωραίας· η πρώτη που ονομάζετο Φατμέ ήτον δεκάξη χρονών, και η μικρότερη που ωνομάζετο Κατηγέ ήτον μόνον δώδεκα.
Η κόρη δεν έκανεν άλλο, παρά να κλαίη όλην την νύκτα, και ο γέροντας αγαπητικός της δεν απέρασε και αυτός με τόσην ησυχίαν· Το ταχύ ευθύς που έφεξεν εμίσευσαν από την καλύβαν, και επήγαν εις το Μουσουλπατάν· εις το οποίον δεν άφησαν στράταν και σπήτι που να μη γυρεύσουν την Φατμέ και δεν εστάθη τρόπος που να μάθουν δι' αυτήν καμμίαν είδησιν.
Η Κατηγέ εις αυτά τα λόγια της αδελφής της δεν ετόλμησε να της αντισταθή, την οποίαν την εστοχάζονταν ωσάν μητέρα και έμεινεν εκεί εναντίον εις την θέλησίν της. Ως τόσον η Φατμέ παίρνοντας όλα τα σκουτιά, που ήτον εις δύο κανίστρες εμίσευσε μα αντί να ξαναγυρίση ευθύς καθώς έταξε, δεν εφάνη να έλθη όλον το επίλοιπον της ημέρας.
Στάσου το λοιπόν αυτού, Κατηγέ, και ευθύς γυρίζω να σας εύρω. Όχι, όχι απεκρίθη η Κατηγέ εγώ θέλω να έλθω μαζί σου, δεν θέλω να μείνω μοναχή εδώ με τούτον τον γέροντα. Και διατί της λέγει η Φατμέ δεν θέλεις να μείνης; τι φοβάσαι; εγώ γυρίζω πολλά γλήγορα· αυτός ο γέρων είνε άνθρωπος τιμημένος και μη φοβάσαι από αυτόν τίποτε.
Η Φατμέ, ακούοντάς τα λόγια του γέροντος και τες συμβουλές του άρχισε να κλίνη και να παρακινήται· και έτσι άρχισε να του λέγη. Αυθέντη, γροικώ καταλεπτώς την καλήν σου διάθεσιν εις τα όσα με παρακινείς, και είμαι πρόθυμη διά να σε υπακούσω· διά δε την αγάπην, που εφανέρωσες, πως έχεις εις την αδελφήν μου, θέλω το εξετάξει αν το δέχεται, και αν είναι ευχαριστήμενη.
Η Φατμέ επάνω εις αυτό είπεν· επειδή και η αδελφή μου φαίνεται πως συγκλίνει διά να σε υπακούση, με τα όσα της έταξες, πρέπει να μας αφήσης, διά να πάμεν ετούτα τα σκουτιά εις εκείνους που μας τα έδωσαν, και υστερώτερα γυρίζομεν διά να σε ακολουθήσομεν.
Ο γέρων βλέποντάς την έτσι αποφασισμένην, επάσχισε με κάθε τρόπον διά να την αντικόψη, λέγοντάς της, πως αυτή η απόφασίς της δεν είνε καλή και στοχαστική, να περιπατή μοναχή της νύκτα μα είναι το καλύτερον να γυρίση εις την καλύβαν της μαζή του· και ότι αν το ταχύ η Φατμέ δεν φανή να έλθη τότε θέλουν πηγαίνει αντάμα να την γυρεύουν ολούθεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν