United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα πνεύματα, τα οποία είνε πάντα πολλά υπήκοα, οπόταν ένας άνθρωπος ηξεύρει να τα επιτιμήση, εμίσευσαν, και ευθύς εγύρισαν με τόσον φως, που ήτον περισσότερον από την χρείαν, και που ημπορούσαν με αυτό να φωτίσουν δέκα σπήλαια παρόμοια ωσάν εκείνο· εγώ λογιάζω ότι θα επήγαν και θα έκλεψαν όλες τες κανδήλες και τα κερία της χώρας της Καρισμίας.

Ο Ορμώζ έμεινεν εκστατικός εις μίαν τοιούτης λογής θάρρεψιν, και εθαύμασε πολλά περισσότερον οπόταν ο Βεδρεδίν του εδιηγήθη την αιτίαν διά την οποίαν εμίσευσαν από την Δαμασκόν. Ο Ορμώζ εκαμώθη πως εγέλασεν εις αυτήν την διήγησιν· έπειτα αποκρίνεται και λέγει.

Και τον καιρόν που οι φίλοι εχαίροντο, έρχεται η μάνα της νύμφης και την παίρνει από το χέρι και εμίσευσαν από εκεί. Έπειτα από ολίγον έρχεται ο Μουφάκ και με παίρνει και εμένα, και με φέρνει εις ένα χοντζερέ πολλά εύμορφα στολισμένον εις τον οποίον ήτον ένα κρεβάτι στολισμένον με χρυσά παπλώματα και τριγύρω του πολλές λαμπάδες αναμμένες.

Ο Κατής ακούοντας τέτοιες μαρτυρίες, άνοιξε τα μάτια του, και ευθύς έστειλε μερικούς τζοχανταρέους του διά να εύρουν εκείνους τους πραγματευτάδες· μα εστάθη ματαίως η ζήτησίς του· επειδή και οι άνομοι ωσάν είδαν που ο Κατής με εφυλάκωσε, φοβούμενοι διά να μη φανερωθούν ψεύται, εμβήκαν εις ένα καράβι εκείνην ημέραν και εμίσευσαν με καλόν αέρα.

Έτσι λέγοντας εμίσευσαν, και επήγαν εκεί σιμά, που ήτον η Ρεσπίνα και ευθύς που την είδεν ο καραβοκύρης από μακριά, του ήρεσε, και ούτως εμέτρησε τα εκατόν φλωριά εις τον νέον, ο οποίος παίρνοντάς τα εμίσευσε προς την χώραν.

Και ευθύς που είπεν αυτά τα λόγια, οι γυναίκες της την ακολούθησαν προς το παλάτι λέγοντας, πόσον μας κακοφαίνεται ότι αυτός είνε έτσι κασιδιάρης. Αφού και αυτές εμίσευσαν, εφέρθηκα ευθύς εις την οικίαν του περιβολάρη, εις την οποίαν ηύρα και τον Λαλάν μου, που είχεν έλθει να λάβη καμμίαν είδησιν διά εμένα.

Και αυτοί ωσάν είδαν την φυλάκισίν μου, εμίσευσαν μετά χαράς μεγάλης.

Ο Βασιλεύς εκατέβη από το θρονί του και αγκάλιασε την θυγατέρα του που του έδωκε τέτοιαν χαράν, έπειτα έπιασε και εφίλησε και τον Καλάφ, και εν τω άμα τον εκήρυξε γαμβρόν του, και μετά μεγάλης χαράς ελύθη το Ντιβάνι, και εμίσευσαν όλοι μετά μεγάλης αγαλλιάσεως.

Η κόρη δεν έκανεν άλλο, παρά να κλαίη όλην την νύκτα, και ο γέροντας αγαπητικός της δεν απέρασε και αυτός με τόσην ησυχίαν· Το ταχύ ευθύς που έφεξεν εμίσευσαν από την καλύβαν, και επήγαν εις το Μουσουλπατάν· εις το οποίον δεν άφησαν στράταν και σπήτι που να μη γυρεύσουν την Φατμέ και δεν εστάθη τρόπος που να μάθουν δι' αυτήν καμμίαν είδησιν.

Την τρίτην ημέραν· εγώ βλέποντας που δεν εφαίνονταν έστειλα ένα τζοχαντάρη, διά να τους κράξη να μου δώσουν την απόκρισιν το τι αποφασίζουν· ο τζοχαντάρης ύστερον από ολίγον εγύρισε και μου ανήγγειλε, πως εκείνην την νύκτα εμίσευσαν, και επήραν την στράταν της Αιγύπτου.