Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Αφού εκρήμνισε την μικράν κόρην, ενόμισε καλόν να γείνη άφαντος. — Τω όντι, διενόθη ο Βράγγης, τούτο ήτο το καλλίτερον όπου είχε να κάμη. Αλλ' εγώ τι να κάμω; Αν δε μου έκλεφταν την φλοκάταν, ιδού πού θα εχρησίμευε τώρα. Αλλά και πάλιν καλλίτερον οπού μου έκλεψαν μίαν φλοκάταν, και έσωσα μίαν ψυχήν. Αλλά πρέπει να την σώσω μέχρι τέλους. Εξηκολούθησεν ανενδότως τας προστρίψεις και τας εμπνοάς.

Δεν έχει αδερφούλη ξαδερφούλη! σηκώνεται και κράζει μανιασμένα ο Δημήτρης. Μας έκλεψαν την τιμή μας, να την η γιατρειά. Κ' έδειχνε το τουφέκι του. — Μα δε σου τόλεγα μαθέ και προχτές, πως αν είταν αλήθεια — — Αλήθεια, ψέματά! Ή τονε σκοτώνεις, ή . . . σε σκοτώνω, του λέει ο Δημήτρης με χαμηλή και με βραχνιασμένη φωνή, τραβώντας το πιστόλι του από τη ζώνη του μέσα.

Ακόμα, πάτερ Συμεών, είπε ο ηγούμενος, περιμένουμε απ' το χωριό τον αστυνόμο. — Τον αστυνόμο!, αα, τι τρέχει; — Δεν τάμαθες! — Είμουνα κάτου στ' αμπελάκια σήμερα, τόρα γιαγιά ήρθα, χαμπάρι δεν έχω. — Είχαμε φασαρίες σήμερα το γιόμα. Μας έκλεψαν, πάτερ Συμεών. Κι ο ηγούμενος χαμογέλασε. — Μας έκλεψαν, τι;, πώς;, πότε;. Μας έκλεψαν!...

Αυτός απεπειράθη μίαν νύκτα να κλέψη όλα εκείνα και τα υπεξήρεσε την ώραν κατά την οποίαν είχε κατεβή εκ της θέσεως του ο ανδριάς. Όταν δε μετ' ολίγον επανήλθεν ο Πέλιχος και ενόησεν ότι τον έκλεψαν, να 'δήτε πώς ετιμώρησε και απεκάλυψε τον Αφρικανόν.

«Να συντρίβω, να κρατώ πιασμένους, είναι η δύναμίς μουέλεγε «Ένα ωραίο αγόρι μου έκλεψαν, ένα αγόρι, που το εφίλησα, αλλά δεν το εφίλησα νεκρόν. Επανήλθε πάλιν μεταξύ των ανθρώπων, βόσκει τας αίγας επάνω εις το βουνό, αναρριχάται προς τα επάνω, πάντοτε υψηλότερα, μακράν από τους άλλους, όχι όμως από εμέ! Είναι ιδικόν μου! Το έχω διά τον εαυτόν μου

Τα πνεύματα, τα οποία είνε πάντα πολλά υπήκοα, οπόταν ένας άνθρωπος ηξεύρει να τα επιτιμήση, εμίσευσαν, και ευθύς εγύρισαν με τόσον φως, που ήτον περισσότερον από την χρείαν, και που ημπορούσαν με αυτό να φωτίσουν δέκα σπήλαια παρόμοια ωσάν εκείνο· εγώ λογιάζω ότι θα επήγαν και θα έκλεψαν όλες τες κανδήλες και τα κερία της χώρας της Καρισμίας.

ΕΡΜ. Και τον Απόλλωνα ο ίδιος λέγει πολύχρυσον και πλούσιον αλλά τώρα θα τον δης και αυτόν να λάβη θέσιν μεταξύ των ζευγιτών , χωρίς στεφάνους, διότι τους έκλεψαν οι λησταί, και με κιθάραν χωρίς στρηφτάρια, διότι και αυτά τα εσύλησαν ώστε να είσαι ευχαριστημένη ότι δεν θα καταταχθής μεταξύ των πολύ πτωχών.

Έπειτα με έκλεψαν, με κατέστρεψαν, η γυνή ήτις αντέγραψε τα μαθήματά μου έφυγεν αποκομίζουσα και τα χρήματα τα οποία μου είχαν μείνει. Είμαι δυστυχής, αυθέντα, και εις ποίον να καταφύγω ειμή εις σε, τον οποίον αγαπώ και λατρεύω και διά τον οποίον εκινδύνευσα την ζωήν μου! — Τι ήλθες να ζητήσης και τι φέρεις;

Πράγματι φοβούμαι ότι οι αντικαλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες της εποχής ασχολήθηκαν το ίδιο με θέματα της φιλολογίας και της Τέχνης, γιατί οι καταγγελίες για λογοκλοπία δεν είχαν τέλος και τέτοιες κατηγορίες πηγάζουνε είτε από τα τερατώδη στόματα εκείνων που μην έχοντας τίποτε δικό τους φαντάζονται πως μπορούν να κερδίσουν φήμη πλουσίων με τις φωνές που βάζουν ότι τάχα τους έκλεψαν.

Σώζεται ακόμα γράμμα του Λιβανίου που συχαίρεται τον Ιωάννη σαν άρχισε δικηγόρος στην Αντιόχεια. Σώζεται κ' η απάντησή του σαν τονέ ρωτήξανε στα γεράματά του ποιόν αφίνει διάδοχο. «Τον Ιωάννη θάλεγα» είπε «μόνο που μας τον έκλεψαν οι χριστιανοίΤέτοια υπόληψη κι αγάπη τον είχε. Καθώς όμως άλλοτες ο Βασίλειος κι ο Γρηγόριος, έτσι κι ο Χρυσόστομος δεν έμεινε πολύν καιρό δικηγόρος.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν