United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και θέλοντας να του ανοίξη και κεινού την καρδιά τον ερωτούσε χαμογελώντας, αν δεν ντρέπεται ν' αγαπάη το γιό του Λάμωνα παρά και γυρεύει με τα σωστά του να πλαγιάση μαζί με παλληκαράκι, που βόσκει γίδια· και συνάμα καμονότανε πως συχαίνεται την τραγίσια βρώμα.

Το είδες που το παράσερνε η θάλασσα· με πόσα καλά νομίζεις πως ήτανε γεμάτο; και πόσα ρούχα χαθήκανε μονομιάς; και πόσα στολίδια των σκυλιών; και πόσα λεφτά; μπορούσε κανείς ν' αγοράση τούτα εδώ τα χτήματα, αν τα είχεν εκείνα. Για όλ' αυτά θέλουμε να πάρουμε σκλάβο τούτονε τον κακό γιδάρη, που βόσκει τα γίδια ερχάμενος στη θάλασσα σαν ναυτικός. Τέτοια κατηγορία έκαμαν οι Μεθυμνιώτες.

«Να συντρίβω, να κρατώ πιασμένους, είναι η δύναμίς μουέλεγε «Ένα ωραίο αγόρι μου έκλεψαν, ένα αγόρι, που το εφίλησα, αλλά δεν το εφίλησα νεκρόν. Επανήλθε πάλιν μεταξύ των ανθρώπων, βόσκει τας αίγας επάνω εις το βουνό, αναρριχάται προς τα επάνω, πάντοτε υψηλότερα, μακράν από τους άλλους, όχι όμως από εμέ! Είναι ιδικόν μου! Το έχω διά τον εαυτόν μου

«Έλα και πάρε, βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα πούν' ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη, γιατί απ' τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.

Το κοπάδι σου!; και πού βόσκει εδώ; Εδώ μόνον χιόνι και βράχοι είναι! — Ξέρεις πολύ, τι είναι εδώ! είπε το κορίτσι και εγέλα. «Εδώ πίσω μας, κάτω, είναι ένα λαμπρό λιβάδι! εκεί πηγαίνουν η κατσίκες μου! Της βόσκω με επιμέλειαν! καμμία δεν χάνω. Ό,τι είναι δικό μου, μένει δικό μου!» — Είσαι θρασεία! είπεν ο Ρούντυ. — Και συ! απήντησε το κορίτσι.

Εσύ λοιπόν για τόνομα των Νυμφών κ' εκείνου του Πάνα, αφού μπης στη λαγκάδα, σώσε μου τη χήνα· επειδή φοβάμαι μονάχη μου να μπω. Κ' ίσως να σκοτώσης και τον ίδιο τον αετό και να μη σας αρπάξη κ' εσάς πια πολλά αρνιά και κατσίκια· και το κοπάδι ως τότε θα το φυλάξη η Χλόη· τήνε γνωρίζουνε βέβαια τα γίδια, γιατί πάντα βόσκει μαζί σου.

Κι αυτός της αποκρίθηκε: «Απάνθρωπη Αφροδίτη, που σε μισούν οι άνθρωποι κι οργίζονται μαζί σου· λες τάχα να φοβώμαστε πράγματα τιποτένια; αι! και νεκρός τον Έρωτα θα τυραγνάη ο Δάφνις». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. «Σύρε να βρης τον Άδωνι, τον ώμορφο Άδωνί σου, σύρε στην Ίδη να τον βρης που βόσκει το κοπάδι.

Από το ριζοβούνι Αναίβηκε κ' η καταχνιά, ψιλός αφρός του αγέρα, Και μια στιγμή τον έκρυψε ’ς τη δροσερή αγκαλιά της, Λες ότι εκείνην την αυγή λησμονημέν' αχνάρια Έσμιξαν σ' ένα σύγνεφο κ' ήρθαν από τον Άδη Να μυριστούν το σκοτωμό, να ιδούνε το Θανάση. Μες ΄ς τα τριφύλλια τα παχειά σιδέρικη φοράδα, Μαρμάρα, φίδι φτερωτό, δροσίζεται και βόσκει Στρωμένη, ετοιμοπόλεμη.

— Ο πετεινός κοιμάται ακόμα στην εληά της είπε η μάννα της, στον ουρανό ακόμα βόσκει των άστρων το μελίσσι, κ' είσαι ξυπνή από τώρα, κατσικούλα μου ; Η Μόσκω η Μοσκούλα πηγαίνει κι' ακουμπάει απάνω της. — Γιατί τα σκουλαρίκια του λαιμού σου τρέμουνε τόσο, ρωτά η μάννα της, γιατί μου βελάζεις ανήσυχα Μόσκω Μοσκούλα ;

Τούτος όμως είναι μικρός και άτριχος σαν γυναίκα και μελαψός σαν λύκος. Βόσκει τράγους και βρωμάει τρομερά. Είναι και φτωχός ώστε να μη μπορή να θρέψη μήτε σκυλί. Κι' αν, καθώς λένε, τον εβύζαξε και γίδα, δεν ξεχωρίζει καθόλου από γίδι. Αυτά και τέτοια είπε ο Δόρκωνας· κ' ύστερα ο Δάφνης τούτα: — Εμένα με ανάθρεψε γίδα καθώς τον Δία.