United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το μήλο τούτο, αγάπη μου, το γέννησε τ' όμορφο καλοκαίρι και το ανάθρεψε δέντρο όμορφο· το γούρμασε ο ήλιος και το φύλαξε η τύχη. Και δε μπορούσα έχοντας μάτια να τ' αφίσω να πέση χάμω και ή κοπάδι βόσκοντας να το πατήση ή φίδι σερνούμενο να το φαρμακώση ή ο καιρός να το σαπίση μένοντας εκεί επάνω, βλεπούμενο, παινευούμενο.

Εκείνη επάλαιψε με τον κόσμο, ανάθρεψε γαρυφαλίτσα πρόσχαρη τη Λενιώ. Δεν έλεγεν όμως ποτέ να της δώση άντρα γέροντα. Ούτε καν εδιάβαινε στον νου της τέτοιο κακό.

ΚΡΕΟΥΣΑ Α όχι, μα την Αθηνά, που μια φορά τον Δία βοήθησε με το άρμα της στη μάχη των Γιγάντων, δεν είνε ο πατέρας σου κανείς θνητός παιδί μου, μα τούτος πουανάθρεψε, ο βασιληάς Λοξίας. ΙΩΝ Πώς το παιδί του έδωκεάλλον αυτός πατέρα, και είπε πως γεννήθηκα παιδί εγώ του Ξούθου; ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν είπε πως σ' εγέννησε, δώροαυτόν σε κάνει σαν εγεννήθης μια φορά.

Τη Χλόη τούτη μήτε την έκαμα, μήτε την ανάθρεψα, παρά την εγέννησαν άλλοι· κι αφισμένη μέσα σε σπηλιά Νυμφών την ανάθρεψε μια προβατίνα. Το είδα ο ίδιος· κι όταν το είδα εθαύμασα· κι αφού εθαύμασα την ανάθρεψα· το μολογάει κ' η ομορφιά της, επειδή δε μας μοιάζει καθόλου· το μολογάνε και τα σημάδια, επειδή είναι τόσο πλούσια, που δε μπορεί να τάχη ένας βοσκός.

Αυτός λοιπόν, που δεν εκράτησε τους όρκους του, θ' αδιαφορήση να τιμωρήση κ' εσένα κι αν πας με γυναίκες πιο πολλές κι από τα καλάμια του σουραυλιού σου. Μα εσύ ορκίσου με στο κοπάδι τούτο και στη γίδα εκείνη, που σ' ανάθρεψε, πως δε θ' αφίσης τη Χλόη όσο σου μένει πιστή· κι αν φανή ψεύτρα σ' εσένα και στις Νύμφες, να την αποφεύγης και να τήνε μισής και να τη σκοτώσης σαν λύκο.

Ανάγκη δεν είταν κι απ' αυτό το σημάδι να καταλάβη ο Μυλόρδος πως βρισκότανε στης Κυρά Μπάρτλεης το σπιτικό, και πως αντίκρυ του είχε τον πατέρα και τη μάννα της πανώριας εκείνης κόρης, που τώρα κι οχτώ χρόνους ταξιδεύοντας ο φίλος του ο Μπάρτλεης στο Κάϊρο, τη μάτιασε στο Παζάρι κι από έναν Αράπη την αγόρασε μικρή μικρή, και την ανάθρεψε μ' ένα και μονάχο σκοπό, να την κάμη συντρόφισσα της αρχοντικιάς του ζωής.

Και σαν τον είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους που Τρώων λόχους λιάνιζε απ' τ' άσπαστο δοξάρι, και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια 280 «Τέφκρο μου, γιά στο χέρι σου, του Τελαμώνα θρέμα, ρήχνε έτσι, μπας και δει ο στρατός φως μέρας κι' ο γονιός σου ο Τελαμώνας, που μικρό σ' ανάθρεψε και πάντα στον πύργο του σε φρόντιζε, κιας είσουν νοθοπαίδι· μακριά' ναι αφτός, μα δόξασ' του στον κόσμο τ' όνομά του. 285 Κι' άκου το τι σου τάζω εγώ, που θαν το δεις να γίνει· μια μέρα αν δώσει η Αθηνά κι' ο Ελυμπήσος Δίας ναν την κουρσέψουμε την Τριά, τη μυριοπλούσια χώρα, πρεσβιό στερνά από μένα εσύ θα λάβεις πρώτα πρώτα, καν άμαξα διπλάλογη, καν τρίποδο λεβέτι, 290 καν κόρη νια που δίπλα σου τη νύχτα να πλαγιάζει

Και θυμήσου, παρθένα, ότι σε ανάθρεψε προβατίνα, μα κι' ότι είσαι όμορφη. Δεν περίμενε πια η Χλόη, αλλά επειδή από τη μια εχάρηκε για τον έπαινο κ' επειδή από την άλλη επιθυμούσε από καιρό να φιλήση το Δάφνη, αφού επετάχτηκε επάνω τον εφίλησε· κ' ήτανε το φιλί της φυσικό κι άτεχνο· μα μπορούσε ν' ανάψη παραπολύ την ψυχή.

Τόσο κακότυχη που έμεινε, για να έχη μια παρηγοριά στη μονοτονία της ζωής της, αποφάσισε και δεύτερη φορά να πάρη ένα ψυχοπαίδι, που να είνε από μάννα και πατέρα, για να μην την βάζη ο πειρασμός, στο θυμό της απάνω, να το φωνάζη μπάσταρδο. Ηύρε, αλήθεια, ένα ορφανό, που ήτον κι' από μακρινή γενιά της. Το πήρε, το ανάθρεψε, το μεγάλωσε.

Ετούτη είνε η τύχη που σου εφυλάγονταν; ο πατέρας μου το λοιπόν δεν με ανάθρεψε με τόσην επιμέλειαν διά άλλο, παρά διά να έχη τον πόνον του αρπαγμού τόσον δυστυχισμένου; Αλλοί εις εμέ; αυτός δεν ηξεύρει το τι να έγινα, και φοβούμαι μην του προξενηθή θάνατος διά τον χαμόν μου.