United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άκου μ' εμένα που σου λέω ! Αλήθεια, να δης, Βεργινία μου, πούθελε σήμερις ναρθή μαζή μου κ' η Κυρία Ουρανία, η κόρη δα της σπιτονοικοκυράς μου μια μονάχη την έχει νάρθη λέει να μαζέψη λουλούδια στην Καλλιθέα, μα είχανε κάποιονα στο τραπέζι και δεν μπόρεσε να ξεφύγη δεν την άφησε η μητέρα της.

Μια φορά κελαϊδούσαν κι' αυτά. Τώρα κελαϊδεί ταθάνατο κύμ' από πάνω τους. Άκου, άκου! Τι να μας λέη το κύμα εκεί κάτου, στην έρμη την ακρογιαλιά; Τραγουδάει το τραγούδι της θάλασσας, της λεύτερης θάλασσας. Γλυκοφιλάει τη γης με λαχτάρα που λες και ζητάει να της πη τη χαρά του.

Γι’ αυτό και συ γοργά διαλέγοντας τους πρώτους απ’ το στρατό, τάξε τους στων πυλών τους δρόμους. Γιατί ο στρατός πάνοπλος των Αργείων τώρα κοντοζυγώνει, επλάκωσε, τους κάμπους χραίνει ο άσπρος αφρός σταλάζοντας απ’ των αλόγων το φυσομάνημα. Μα εσύ σαν τιμονιέρης άξιος του καραβιού, το κάστρο να στεριώσης πρι να μανίση η μπόρα του πολέμου, κι άκου! κύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των.

Αυτά 'πε, κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. 30 και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, εις τα πρυμόσχοινα σιμά οι άλλοι αναπαυθήκαν• μέν' απ' το χέρι πήρε αυτή μακράν απ' τους συντρόφους, εκάθισέ με, πλάγιασε κοντά μου, και μ' ερώτα• κ' εγώ της εξιστόρησα τα πάντα ένα προς ένα. 35 προς εμέ τότε ωμίλησεν η Κίρκ' η σεβασμία• 'τούτα όπως τα 'πες έγειναν ό,τι θα ειπώ συ τώρα άκου, και πάλι ένας θεός θα σου τα υπενθυμίση.

Κάτι επίβουλο και βδελυρό, του Σατανά χειροτέχνημα φαντάζει ακόμη στα μάτια μου. — Τι βοριάς και θρακιάς μου λέτ' εμένα!... τι βοριάς και θρακιάς!... είπεν ο Χούρχουλας κινώντας σοβαρά το κεφάλι. Άκου που σας το λέω. Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι. — Αμ ποιοι τις κάνουν; — Ποιοι τις κάνουν; Εγώ να σας πω.

Η ψυχή μου είναι μπροστά στο Θεό, όχι μπροστά σε κάποιον αμαρτωλό σαν κι εσέναΕκείνος χαμήλωσε το κεφάλι. «Άκου», ξανάρχισε, «χρειάζομαι ρούχα και χρήματα. Πρέπει να με βοηθήσεις, Καλίνα. Εάν θέλεις, μπορείς να το κάνεις.

Καθίζει στο μαξιλάρι της η γριά, παίρνει τ' αδράχτι της, κ' η μικρούλα πάντα κοντά της. Κάτι έχει να της πη η γριά, και πρέπει να την ακούσουμε. «Δεν είναι μια δεν είναι δυο που με σταυρώνεις να σου τα πω· είσαι μικρούλα, και γιατί να σε κακοκκαρδίζω! Μα εσύ και καλά να τ' ακούσης. Λοιπόν άκου τα, φτάνει να μην τα ξεστομίσης κανενού καημένη, γιατί η κατάρα μου θα σε φάη.

Όσοι δεν τους ακούν, ή δεν τους απεικάζουν, πηγαίνουν και λένε στον κόσμο πως να μη μας συνορίζεται και πολύ, γιατί η Σκλαβιά δε χωρατεύει, μπορεί και στα τέσσερα να σε κάμη να περπατής. Άκου τα, Σκλαβιά μου, και κλαίγε τη μοίρα σου, που δεν καθούσουνα στην αγαπημένη σου την Ασία, μόνο ορέχτηκες τον τόπο μας τον αχάριστο! Έννοια σου, και τέτοιες προφάσεις και πονηριές δε θα βρης εδώ μέσα.

Η μητέρα φοβήθηκε πως το παιδί της θα κουφαθή και μια μέρα ήρθε αγριεμένη στο σχολείο. — Άκου δάσκαλε, είπε του Καπετανάκη, εγώ το παιδί μου, τώβαλα στο σκολιό για να ξεστραβωθή. όι να μου το κουφάνης. Δε θέλω να το δέρνης. Σαν κάμη πράμμα, να μου το λες εμένα κεγώ το δέρνω. Γιατί, μα το Θεό πούν' από πάνω μας; άνεν το ξαναδείρης θαρθώ με το κόπανο!

Ο άλλος, ο καπετάν-Γιάννης, διηγείτο ταύτα κατά το φαινόμενον παραπονούμενος, ίσως μάλλον πράγματι ευχαριστημένος, εις τους στενωτέρους φίλους του. — Ακού εσύ, βρε αδελφέ!... Να έχη βάλη όλο το σεβντά της στο σπίτι της, στο προικιό της, στο επάνω πάτωμά της!