Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Τάχα δεν έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο επάνω, να ξεφράξω τη μπούκα, για ν' αδειάση μονομιάς η στέρνα, πριν πνίγουν τα κοριτσάκια, τα καϋμένα! Ήτο αληθές άλλως, ότι δεν το είχε σκεφθή. Πλην υπάρχει υποκρισία και εν τη ειλικρινεία. Η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα των ενδυμάτων της, τα διάβροχα, και ρίπτουσα βλέμμα επί τα δύο αναίσθητα σώματα, ήρχισεν εν βία και σπουδή να λέγη·
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βήματα βαρέα, ωσεί τύπτοντα μετά πάθους την γην κ' εφάνη νεαρός βλάχος, διερχόμενος την αντίπεραν της λαγκαδιάς πλευράν, νωθρώς, εν αφροντισία βηματίζων και τραγωδών: Μια βλαχοπούλα έπλενε, σε βρύσι μαρμαρένια· είχε τον κόπανο χρυσό, Μαλαματένια πλάκα!. . .
ΓΛΟΣΤ. Ω! Ας μου ήτο δυνατόν να σας συμφιλιώσω! ΛΗΡ Τι μου φουσκώνει την καρδιάν; Κάτω, καρδιά μου, κάτω! ΓΕΛΩΤ. Κράξε της καρδιάς σου, παππού, καθώς έκραζε η μαγείρισσα, όταν έβαζε τα χέλια ζωντανά μέσα εις την πίττα. Εκτυπούσε τα κεφάλια των με τον κόπανο και έκραζε « Κάτω, σιχαμένα, κάτω!» Ο αδελφός της ήτον, οπού από αγάπην διά το άλογό του, εβουτύρωνε το άχυρον.
Ο Χρυσόστομος όμως καθώς στην Αντιόχεια, έτσι και στην Κωσταντινούπολη δεν περιορίστηκε σε Γραφικές ερμηνείες και σε θρησκευτικά παραγγέλματα, παρά κατέβαζε τον κόπανο της μεγαλοδύναμης ευγλωττίας του και στην ακολασία, τη σπατάλη, την ανηθικότητα, που καθώς σήμερα βασιλεύουνε μέσα σε κάθε μεγάλη πρωτεύουσα, έτσι και στο Βυζάντιο τότες, αν και ίσως όχι όσο τώρα.
Πολλές φορές μ' άρεζε να πηγαίνω προς το ποταμάκι πότρεχε γοργό γοργό, και που στην ακροποταμιά του έπλυναν ως το γόνα μέσα στο νερό, τα κορίτσια χτυπώντας δυνατά με τα παχουλά τους μπράτσα τα ρούχα με τον κόπανο.
Έν' απ' αυτά ψηλό, νευρωμένο κι άγριο άγριο, με μαλλί δασύ και σταχτερό σαν το θαμπό φως της αυγής, χύθηκε απάνω τους ίσα, ανοίγοντας τα σαγόνια του, πετώντας όξω κόκκινη φωτιά τη γλώσσα του και τα κοφτερά δόντια του. — Τι το φυλάτε, μωρέ, και δε το σκοτόνετε, φωνάζει, κ' ένας στρατιώτης σηκόνει τον κόπανο, του καταφέρνει μια και τ' ανοίγει σε δυο το κεφάλι.
Το σκυλί ξαπλώθηκε βαρειά, το αίμα του πετάχτηκε ζεστό, ζεστό. Τ' άλλα σκυλιά το ζύγωσαν βουβαμένα, το τριγύρισαν δυο τρεις φορές, κι άρχισαν να γλύφουν το αίμα του, που πότιζε τη φράχτη του κήπου του πάρεδρου. Ο στρατιώτης σφόγγισε με τη λερή φουστανέλλα του, τον ματωμένο κόπανο του όπλου του, λέγοντας: — Μια τόχω, πάει σκαστό ντιπ!...
Η καψο-Ζαχαρούλα η μαβρόχηρα, σα να της το είπε ο άγγελός της, σηκώνεται μιαν αβγινή κι απαρατάει το χωριό και πάει δωκάτου στο Βαθυλάκωμα να λεφκάνη. Πάει στο Βαθυλάκωμα, χτυπάει με τον κόπανο το πανί, χτυπιέται κι απομοναχή της. Κάθεται και μοιρολογάει τον άντρα της το Νάκο-Μήτρα, και κλαίει τον Αργύρη της, την παρηγοριά της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν