United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γιάννης φαίνεται ότι δεν εσκέφθη καν να ερωτήση διά την λεχώ, την γυναίκα του, και διά το τέκνον του, πώς είχον. Ησθάνετο μόνον επείγουσαν ανάγκην, κ' έκραζε την πενθεράν του να τον βοηθήση εις τας ποιμενικάς εργασίας της πρωίας, δηλαδή ίσως εις το ξεμάνδριασμα, και τα λοιπά. — Δεν μπορεί κανείς μοναχός του, το έρμο! . . — Πρέπει νάχη τέσσαρα χέρια! επρόσθεσεν ως αυτοδικαιολογούμενος.

Αφτός τρεις πίσωθε φορές τον έπιασε απ' τα πόδια 155 ναν τον τραβήξει θέλοντας κι' έκραζε ομπρός! στους Τρώες και τρεις φορές οι Αίιδες, ψημένοι μαχητάδες, τόνε βαρούνε απ' το νεκρό.

Μα άμα είδε όλο το μέρος ρημαγμένο σαν να τα είχε κάμει αυτά εχτρός κουρσάρος, εξέσκιζε αμέσως τα ρούχα του και με φωνή δυνατή έκραζε τους θεούς· ως που κ' η Μυρτάλη, αφίνοντας ό,τι κρατούσε στα χέρια της, έτρεχεν έξω, κι ο Δάφνης βάνοντας μπροστά τα γίδια, εγύρισε πίσω· κι όταν τα είδαν εφώναζαν και φωνάζοντας έκλαιαν.

Εκεί, λευκή τις σκιά επί των υδάτων επέσυρε το βλέμμα μου. Την δεικνύω προς τους ναύτας. Κωπηλατούμεν, πλησιάζομεν. Ήτο ο λευκός της Ανδριάνας κεφαλόδεσμος. Εμείναμεν ώραν πολλήν περί το σημείον εκείνο, αλλά τίποτε δεν εφαίνετο, δεν ηκούετο τίποτε, εκ δε του πλοίου ο πλοίαρχος έκραζε να επιστρέψωμεν. Επεστρέψαμεν.

Ο Γιάννης χώθηκε ανάμεσα στα μνήματα προσέχοντας μη δρασκελίση κανένα, και μη σκοντάψη σε κανένα Σταυρό. Εκεί που πήγαινε, χώρια από το πλήθος των Επιταφίων, που έκραζε ακατάπαυτα «Κύριε ελέησον», περβατώντας ανάμεσα στες νεκρικές κατοικίες, απάντησε ένα σβυστό μνήμα.

Μέσα σε τέτοιο πέλαγο, βαθύ μελανιασμένο, Έν' ακρογιάλι μακρυνό, το μάτι του Θανάση Ξανοίγει που τους έκραζε . — «Παιδιά, ς' το Μοναστήρι...» Και δρασκελίζουν πεταχτά τη σιδερένια φράχτη Πωλόγυρά τους έπηξε... Σεισμός το πέρασμά τους.

Και καθώς κοίταζα τους τάφους συλλογισμένος, θάρρεψα πως άκουσα φωνή από τα σπλάχνα της γης, και μου έκραζε: «Παιδί μου, κρίμα, κρίμα στα χρόνια σου! Δε θα γυρίσουν τα χρόνια σου πια! Τίποτε, τίποτε δε μας έκαμες! Πάει πια τώρα! Κατέβα και συ κάτω στη μαύρη τη γης. Έλα να σμίξης τα κόκκαλά σου με τα δικά μας

Και το χάραμα ανέβαινε στη στέγη κ' έκραζεΚουκουρίκου! σα νάλεγε στον Αριστόδημο το «φύλακες γρηγορείτε! ...» Το χαμώγειο ήταν χωρισμένο με καλάμι. Στο ένα χώρισμα καθόταν η Ελπίδα μονάχη της· στο άλλο ζούσε ο Μαλαματένιος με τη γριά του. Απόξω ήταν το μαγεριό δίπλα ένα κελλάρι για τ' αποδοσίδια της γης και για τα ύπεργα.

Κάποιος εφώναξε τον αρχηγό, ο ένας έκραζε τον άλλο, κι άλλος εθαρρούσε πως ήταν πληγωμένος και κειτότανε χάμω σαν νεκρός. Θάλεγε κανένας πως βλέπει νυχτοπόλεμο χωρίς να υπάρχουνε καθόλου εχτροί. Κι αφού τέτοια τους στάθηκε η νύχτα, ξημέρωσε ημέρα πολύ τρομερότερη από τη νύχτα.

Τότε εγώ του είπα να με ακολουθήση, και τον έφερα εδώ εις το παλάτι, και ευρίσκεται εδώ απέξω, και, αν ορίζης, θέλω τον κάμει να έλθη έμπροσθέν σου. Κάμε να έμβη, λέγει ο βασιλεύς, κάνει χρεία διά να του εξετάξω την ζωήν. Ο Σεήφ Μολτούχ ευθύς εβγήκε και έκραζε τον νέον· ο οποίος εμβαίνοντας εις τον βασιλέα, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης και τον επροσκύνησεν.