United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όμως λίγη σκέψη, που τρέμει σαν καλάμι, μπόρεσε να σας κλείση στα σιδερένια κλουβιά της αρετήςκαι να! ο Στωικός με το μαστίγιο έκαμε τα φοβερά σας σώματα να ζαρωθούν σε μια γωνιά της φυλακής και να σωπάση η μεγάλη σας κραυγή προς την ελευθερία! Ευτυχισμένοι και ράθυμοι, χωρίς ηθική και χωρίς εργασία, κυρτώνουν το τόξο της ράχης των απάνω στους πύργους των βιβλίων μαςοι γάτοι.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και όρκο σεις πού κάνετε; μήπως στα σιδερένια του Βυζαντίου είδωλα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Θέλεις να έχης έννοια ποια θεία είνε πράγματα τα πειο σωστά και καθαρά; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα το θεό, περσσότερο και από κάθε άλλη φορά. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βέβαια. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Κάθησε λοιπόν εις το σκαμνί το ιερό. Να, κάθουμαι. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πάρε κι' αυτόν τον στέφανον. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όχι• μα έτσι κάνουμε σε όσους θα μυήσουμε.

Αραδαριά θα βρης εκεί τον κάμπο να γιομίζουν Χιλιάδες βασιλόπουλα, χιλιάδες παλληκάρια. Που πολεμούν με μάνιτα, που αμάχονται με δίψα, Όποιος αξιώτερος φανή 'ςτό κάστρο να πηδήση Την κόρη την Πεντάμορφη δική του να την κάμη. Αν έχης λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθεια. Κι' αν θα φανής αξιώτερος και μείνης μοναχός σου.

Αποτότε, οπού λες, μια φορά το χρόνο, τη Λαμπρή, κοντά, η σπηλιά ξερνάει κόκαλα ξασπρισμένα και κυλάει ματωμένους αφρούς... — Ντε! Ψαρή μ', τόρα, να παγαίνουμ' αναγκαστά... . Α Ν Τ Ρ Ο Γ Υ Ν Ο Χ Ω Ρ Ι Σ Τ Ρ Α Γιάννη Ψυχάρη Με τα πρόσωπα χλωμά ξεραγκιανά, με τα μάτια βαθουλά σβυσμένα, τα μαλλιά τους λερά κι αξάγκλεγα έβλεπαν μες από τα σιδερένια δίχτυα των παραθυριών. Όλοι βουβοί κι αμίλητοι.

Είδαμε λοιπόν πως ο Θεοδόσιος είχε δυο μεγάλες ιδέες, και πως τις έβγαλε και τις δυο πέρα. Τη μια την πολιτική, πολύ μα την αλήθεια πιο πιδέξια και πιο φιλάνθρωπη από την άλλη, τη θρησκευτική. Το μεγαλήτερο χάρισμά του, και το πιο χρειαζούμενο τότες, είταν η σιδερένια του θέληση. Αυτή τον έκαμε μεγάλο το Θεοδόσιο.

Διαστρεμμένα, ερωτάρικα, ξετσίπωτα τα κορίτσα. Το αίμα το παλιό που μιαν εποχή έσπρωχνε στη νίκη και στη δόξα τα σιδερένια σώματα, με τον καιρό κατάντησε να τα ρίχνη στην καταστροφή. Έτσι και το δυνατό κρασί άλλους μεθά κι αποκαρώνει κι άλλων ξυπνά τους πόθους και τη δράση. Η δύναμή τους κατάντησε αρρώστια τους.

Εις ετούτα τα λόγια αυτός με εσήκωσεν εις τον αέρα, και με έφερε μαζή του εις εκείνο το νησί. Επλησιάσαμεν εις την πόρταν του πύργου, που ήτον σιδερένια, η οποία διά προσταγής του ευθύς άνοιξε. Και εμβαίνοντας εις τον πύργον είδα τελώνια εις πλήθος πολύ φορτωμένα αλύσους, και ανάμεσα εις αυτά εγνώρισα διάφορα από εκείνα, που τους ήμουν σκλάβος.

Μέσα σε τέτοιο πέλαγο, βαθύ μελανιασμένο, Έν' ακρογιάλι μακρυνό, το μάτι του Θανάση Ξανοίγει που τους έκραζε . — «Παιδιά, ς' το Μοναστήρι...» Και δρασκελίζουν πεταχτά τη σιδερένια φράχτη Πωλόγυρά τους έπηξε... Σεισμός το πέρασμά τους.

Άρχιζε πάλε και του μάτωνε την καρδιά, και του σπάραζε τα σωθικά η σκληρή, η σφαχτερή, η σιδερένια η φωνή του Δημήτρη. Σα να τόννοιωθε πια πως ελπίδα δεν είχε, πως στη ζωή του αποπάνω ξάπλωσε τα μαύρα και τα διάπλατα της φτερούγια η συφορά και την απόδιωξε την ελπίδα. Του πέρασε μια στιγμή από το νου του ναφήση τον αδερφό του μέσα στο δρόμο και να ξεκόψη. Ναποχωριστή εκείνον παρά την ευτυχία του.

Συ μου το έστειλες και εγώ δεν διστάζω. Όλα! Όλα! Έτσι εκπληρώνονται όλες η επιθυμίες και η ελπίδες της ζωής μου! Θα κτυπήσω ψυχρός και απαθής τη σιδερένια πόρτα του θανάτου. »Να μπορούσα να έχω την ευτυχία να πεθάνω για σένα, Καρολίνα, για σένα να θυσιασθώ! Ήθελα με θάρρος και φαιδρός να πεθάνω αν μπορούσα να σου ξαναδώσω την ησυχία, την ηδονή της ζωής σου.