United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διό και επειράτο παντί σθένει να υπερνικήση διά των περιθάλψεων την προς αυτόν αμείλικτον αντιπάθειαν του κορασίου. Ημέραν τινα η Βασιλική επισκεπτομένη τας κρύπτας των σεραγίων εύρεν έν τινι γωνία την εικόνα της Θεομήτορος και λαβούσα αυτήν έδραμε και προσπεσούσα τω Αλή εξητήσατο την χάριν ίνα εν τω ιδίω θαλάμη καταθέση το παρήγορον εύρημα.

Γούρμασε το κορίτσι, γριά! γούρμασε το κορίτσι και δε μαζώνεται! της λέει σήμερα ο γέρος εκεί που δούλευαν στον προσηλιακό. — Σώπα, καϋμένε γέρο! πάψε πια τις μουρμούρες σου και δε βαστώ· του είπε η γριά φουρκισμένη. Τι το θέλεις μαθές· ολημέρα να κάθεται κοντά μας σαν τη γάτα στη γωνιά! — Αλήθεια, μωρέ γυναίκα, γωνιά· και τι γωνιά; γύφτικη π' ανάθεμα τη! είπε ο γέρος στενάζοντας.

Μου φαινότανε σαν κάποιος φίλος που μούλεγε, — Κοντά σου είμαι, και μην τρομάζης. Ακόμα λίγο, και φτάξαμε. Ανεβήκαμε το νάρθηκα, και μπήκαμε μέσα. Είμαστε από τους πρώτους. Ο Παπα Νικόδημος γύριζε ακόμα, δω και κει κ' έδινε προσταγές του Καντηλανάφτη. Δεν ανεβήκαμε στο γυναικίτη. Σταθήκαμε στη γωνία των γριών, σιγά σιγά μαζεύτηκε κι ο άλλος ο κόσμος.

Η Γκριζέντα κοκάλωσε και το όμορφο πρόσωπο και τα όμορφα μάτια της πήραν αμυδρά την όψη της γιαγιάς της. «Γυρίζει πίσω;» «Αφήστε τα τώρα αυτάείπε ο Έφις απιθώνοντας το πανέρι στα πόδια του κοριτσιού, αλλά εκείνη άκουγε σαν μαγεμένη τα λόγια της γιαγιάς, και εκείνος κατεβαίνοντας το σοκάκι νόμιζε πως ξανάβλεπε το παρελθόν σε κάθε γωνιά.

Εμπήκε σ' ένα καφενεδάκι απόκεντρο, που το κρατούσ' ένας γέρος, παλαιός γνώριμος, ναύτης κι' αυτός, απόμαχος, κυρτωμένος πλιο από του χρόνου το βαρύ, το πιεστικό χέρι και από την κακομοιριά μιας άχαρης ζωής. Εκάπνιζε ο γέρος άφωνος ένα κοντό τσιμπούκι, ζαρωμένος σε μια γωνιά. Ο ναύτης εκάθησε κοντά στο παράθυρο του δρόμου κ' έρριξε το κεφάλι κάτω.

Τον πείραζαν οι φίλοι του πως δεν τον άφηνε η γυναίκα του που τούχε λέει βαλημένα τα δυο του πόδια σ' ένα παπούτσι. Μα οι γειτόνοι έβλεπαν την αγάπη πούχε το αντρόγυνο-τόσο που όλο και τον κεντούσε το Νίκο με τα τσουχτερά του τα λογάκια ο Κυρ Μπάμπης, ο χοντρός μπακάλης στη γωνιά του κάτω δρόμου: Νισάφι!

Ούτος περιέφρασσεν ικανώς ευρύχωρον κυκλικόν περίπου χώρον, είδος τι αμφιθεάτρου, του οποίου το πλακόστρωτον έδαφος διετέμνετο δι' αυλακιών αποληγόντων εις κιγκλιδοφράκτους προς εκροήν του αίματος οπάς. Ο τόπος ούτος εχρησίμευε προς σφάξιμον και εκδοράν των ίππων, ως υπεδείκνυεν ο εν γωνία τινί σωρός κρανίων.

Άιντε, μωρή Λιώ, να στρώσης το σουφρά. Η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα, έβαλε το σουφρά μπρος στη γωνιά κ' άρχισε να μπαινοβγαίνη με τα σιγύρια. Φάγαμε. Ο δρόμος της ημέρας κ' η αποσταμάρα, μας έκαμε να νυστάζουμε όλοι, να βαραίνουν σα μολύβι τα μάτια μας. Έχωσε τη φωτιά η γριά και ξαπλωθήκαμε όλοι αραδωτά.

Ή για να μιλήσω ξάστερα, η δική του ψυχή κατάντησε λάουλάου να μοιάση με την ψυχή εκεινών. Όχι αποκλειστικά εκεινών· έμοιασε του καθενός που νοιώθει μέσα του μια υπεράνθρωπη δύναμη και θέλει να την φανερώση με θυσία του εαυτού του. Κ' έτσι κατώρθωσε να ελευθερώση εκείνη τη γωνιά. Βρέθηκαν όμως πολλοί που είπαν πως το κατόρθωμα δεν ήταν δικό του.

Αλλά τέτοιοι αξιωματικοί προσφέρουν εις τον βα- σιλέα την καλήτερην υπηρεσίαν εις το τέλος· τους κρατεί, καθώς η μαϊμού φυλά καρύδι, εις μίαν γωνιάτο σαγόνι του· τους πρωτοχάφτει διά να τους υστεροκαταπιή· όταν του χρειασθή να πάρη ό,τι εμαζεύσετε, δεν έχει να κάμη άλλο παρά να σας ζίψη, και, σφογγάρι μου, θα μείνης ξερό ωσάν πρώτα. ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Δεν σε καταλαμβάνω, Κύριέ μου.