United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η δε κυρία, προσποιηθείσα ότι δεν ήκουσε φράσιν του εγκωμιαστικήν διά την υπομονήν του κορασίου, εξηκολούθει συνδιαλεγομένη με την μικράν της, αλλά τόσον ησύχως, ώστε μόλις ηκούετο ο ψιθυρισμός των.

Καιρός ήτο ν' αναπνεύση πλέον τον αέρα του βουνού, πριν οι διώκται χωροφύλακες την κλείσωσιν, ίσως διά βίου, εις τα υγρά και ανήλια υπόγεια της ανθρωπίνης θέμιδος. Εξήλθε, και, κάτω εις τα βάθη της ψυχής της, εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή του βρέφους, του μικρού κορασίου του αδικοθανόντος.

Προητοίμαζεν απόκρισιν τοιαύτην ώστε να ζεματίση την γραίαν και να την βάλη εις την θέσιν της, ότε η θύρα του ιατρού ηνοίχθη εκ νέου. Ο φοιτητής, καλύπτων τον oφθαλμόν διά της χειρός, και με έκφρασιν ανθρώπου υποστάντος καυτηρίασιν, απήλθεν, ενώ η κομψή κυρία, υπείκουσα εις σιωπηλήν πρόσκλησιν του ιατρού, εισήρχετο μετά του κορασίου της εις το δωμάτιόν του.

Θα τον ίδωμεν, όπου και αν είναι. — Και ητοιμαζόμην να επιστρέψω εις το κατάστρωμα, ότε ήκουσα ελαφρά ποδοπατήματα γυναικός κατερχομένης τας βαθμίδας της κλίμακος κατά τινα ρυθμόν, προς ον και υπέψαλλεν ηδέως εύθυμον και ζωηρόν άσμα εις γλώσσαν, ης την εθνικότητα μόλις επρόφθασα να διακρίνω, και ευρέθην απέναντι αυτής της αδούσης, ουχί γυναικός, ως εφαντάσθην, αλλ’ αρρενωπού, κατά το φαινόμενον μόλις δεκατετραετούς πλάσματος, κορασίου μάλλον κατά τα ενδύματα παρά κατά την όψιν και την έκφρασιν.

Ήτο προ ολίγων μηνών χηρευμένος ο Καλάνης, η δε ζωή του συνεκεντρούτο εις του ορφανού του τέκνου την αγάπην. Ποτέ δεν το απεχωρίζετο• η δε χαρίεσσα μορφή του ενδεκαετούς εκείνου κορασίου, και η τεθλιμμένη του τρυφερού προσώπου του έκφρασις, είχον, από των πρώτων ημερών της εις τον Πύργον αφίξεώς μας, ελκύσει πάσαν της ψυχής μου την συμπάθειαν.

Η Γιαννού επιμόνως το εχάδευεν υπό το κατωσάγονον, και πότε η χειρ της εγλίστρα προς τον τράχηλον, και ίσως είχε κλίσιν να θλίψη κάπως δυνατώτερα τον λαιμόν του κορασίου. Αλλά την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη δρομαίον βήμα έξωθεν, η θύρα ηνοίχθη, και εισήλθεν ο Καμπαναχμάκης. — 'Δώ είσαι, κυρά Γιαννού! είπεν εν άκρα ταραχή. Σύκου! Να φύγης! να κρυφτής!

Εσύ 'σαι, Αμέρσα; Να, πέρασε κι' αυτή η νύχτα. Η γραία μόλις είχεν εξυπνήσει, κ' έτριβε τα όμματα τραυλίζουσα. Ηκούσθη θόρυβος εις το πλαγινόν μικρόν χώρισμα. Ήτον ο Νταντής ο Τραχήλης, ο σύζυγος της λεχώνας, όστις εκοιμάτο εκείθεν του λεπτού ξυλοτοίχου, παραπλεύρως ενός άλλου κορασίου κ' ενός παιδίου μικράς ηλικίας, και είχεν εξυπνήσει την στιγμήν εκείνην.