United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσύ 'σαι, Αμέρσα; Να, πέρασε κι' αυτή η νύχτα. Η γραία μόλις είχεν εξυπνήσει, κ' έτριβε τα όμματα τραυλίζουσα. Ηκούσθη θόρυβος εις το πλαγινόν μικρόν χώρισμα. Ήτον ο Νταντής ο Τραχήλης, ο σύζυγος της λεχώνας, όστις εκοιμάτο εκείθεν του λεπτού ξυλοτοίχου, παραπλεύρως ενός άλλου κορασίου κ' ενός παιδίου μικράς ηλικίας, και είχεν εξυπνήσει την στιγμήν εκείνην.

Παρήλθε το μεσονύκτιον και ήρχισαν ν' αντηχώσιν οι κώδωνες των ναών, καλούντες τους χριστιανούς εις την ευφρόσυνον της εορτής ακολουθίαν. Η καρδία της νέας &εκόπηκε μέσα της&. — Πέρασαν τα μεσάνυκτα, είπε, κι' ο πατέρας μου! . . . Συγχρόνως τότε ήκουσε θόρυβον και φωνάς έξωθεν. Η γειτονιά είχεν εξυπνήσει και όλοι ητοιμάζοντο διά την εκκλησίαν.

Η Χαδούλα ανελογίσθη μετά πικρίας ότι όλα, και τα μικρότερα πράγματα, πρωθύστερα και ανάποδα της ήρχοντο εις αυτόν τον κόσμον. Εάν είχε προμελετήση να κλέψη ολίγα κεράσια από την κερασιά του Δημάρχου, θα επάτει μετά προσοχής, θα επλησίαζε μετά προφυλάξεως, και τότε πιθανώς ούτε ο δραγάτης ήθελεν εξυπνήσει, ούτε ο σκύλος ίσως θα εγαύγυζε.

— «Όλο κοριτσούδια, το έρμοΤο παράπονον του Γιάννη του Λυρίγκου εβόμβει εις τα ώτα της Φραγκογιαννούς. Η λεχώνα δεν είχεν εξυπνήσει. Η γραία Χαδούλα εκινήθη ολίγον, ετανύσθη επί των γονάτων της, κ' έφθασε το λίκνον. Παρεμέρισε το λευκόν πανίον από την κεφαλήν της κούνιας, κ' έτεινε την χείρα διά να θωπεύση το μικρόν, ενώ τούτο εκλαυθμήριζεν.

Αμέσως! αλέστα! βάρ' τα χάλασ'τα! έκραξε τότε ο Καρδοπάκης και ανεπήδησεν από την στρωμνήν του. Εν τω μεταξύ είχεν εξυπνήσει κ' η Λουκρητία, ως να της ωμίλησέ τις καθ' ύπνον εις το ωτίον και να της είπε: Σήκω. Εσηκώθη, έτριψε τα μάτια της, κ' είπε: — Τι τρέχει; Οι άνθρωποι είχον έλθει πράγματι έξωθεν του μύλου, κ' η Σοφία δεν είχεν απατηθή εις την αϋπνίαν της.

Αλλά παρ' ελπίδα, μετ' ολίγα λεπτά, ευρέθη αντιμέτωπος του Γιάννη του Λυρίγκου, βαδίζοντος προς την οικίαν του. Ούτος είχεν εξυπνήσει την συνήθη ώραν, κ' επήγαινε προς το καλύβι, ίσως διά να κράξη προς συνεργασίαν την πενθεράν του, όπως και την προλαβούσαν πρωίαν.

Τω όντι, αύτη, αν και είχε παραξενευθή καταρχάς, εσκέφθη, και ανεγνώρισεν ότι η παρουσία της Γιαννους ήτο μία παρηγορία εις την μοναξίαν των. Περί τα πρώτα γλυκοχαράγματα, το βρέφος είχεν εξυπνήσει, κι' άρχισε να κλαυθμηρίζη. Η Φραγκογιαννού έκαμε και πάλιν «κουμάντο». Εσυμβουλεύσε την λεχώ να βάλη το παιδίον εις το βυζί, διά να δοκιμάση αν κατέβη το γάλα.

Αφ' ότου οι νυκτερινοί εκείνοι τουφεκισμοί με είχον εξυπνήσει κατά τας αρχάς Μαρτίου, ο ύπνος μου ήτο διακεκομμένος και ανήσυχος, εσχάτως δε οι αυξάνοντες κίνδυνοι και αι περί φυγής σκέψεις μου εκράτουν τα βλέφαρα ανοικτά και διηρχόμην αγρύπνους τας νύκτας. Αλλ' επί του πλοίου ησθανόμην ασφαλής.

Μετά το φανταστικόν αυτό νυκτερινόν μαρτύριον είχεν εξυπνήσει ο Μιμίκος εκνευρισμένος, και καθίσας παρά το μικρόν αυτού τραπέζιον, εφ' ου ανεπαύοντο επ' αλλήλων λιπαροί τίνες και ρακώδεις τόμοι μυθιστορημάτων, έπινεν, ως είδομεν, τον πρωινόν του καφέν.

Εις τας λάμψεις της πρωίας διεκρίνοντο ως μελανοί όγκοι τα γρέκια των βλάχων, το έν μετά το άλλο κατά σειράν με τας καλύβας των κωνοειδείς, ως μεγάλας κυψέλας, τους ορνιθώνας και τα μανδριά των. Οι βλάχοι είχον ήδη εξυπνήσει με την ανατολήν του αυγερινού και ήρχισαν ν' αμέλγουν τα πρόβατά των.