United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτε τροπή εις τον μαΐστρον ήτο, είτε αποθαλασσιά και «μπουκάρισμα του κόρφου», τα κύματα ήρχισαν να ογκούνται κατάπρωρα του μικρού σκάφους, και η βάρκα με το λευκόν πανίον της, και με τον φλόκον και την αντένα της, ήρχισε να σκιρτά επί των κυμάτων, ομοία με Ελληναλβανόν χορεύοντα ηρωικούς χορούς με τον λευκόν χιτώνα ανεμίζοντα, με τον ένα βραχίονα τριγωνοειδή εις την μέσην, με τον άλλον υψιτενή και παίζοντα τα δάκτυλα.

Άπαντες οι Αθηναίοι εθαύμασαν και ηγάπησαν τον νέον Θησέα διά την γενναίαν αυτήν πρότασίν του· ο δε Αιγεύς, ότε είδε τον υιόν του σταθερόν εις την επικίνδυνον αλλά φιλάνθρωπον απόφασίν του, ευχηθείς εις αυτόν επιτυχίαν, τον παρήγγειλεν, αν επανέλθη ζων εκ της Κρήτης, αντί του μαύρου πανίου, το οποίον είχε πάντοτε το πλοίον το φέρον τα θύματα, να υψώση πανίον λευκόν, ως σημείον της σωτηρίας των.

Ο Αρχιτρίκλινος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος της θύρας, αλλά θα ήτο πολύ δύσκολον να εμψυχωθή ο Έλλην, και ο Βινίκιος ήρχισε να αδημονή, οπότε οι δούλοι εισήγαγον τον Χίλωνα, και εις έν νεύμα απεσύρθησαν. Ο Χίλων ήτο λευκός ως πανίον, και κατά μήκος των κνημών του ρανίδες αίματος έρρεον μέχρι του μωσαϊκού του ατρίου.

Έμεινε με τα κρίνα του λαιμού της ατελώς καλυπτόμενα από την πορφυράν μεταξωτήν τραχηλιάν της, κ' εκάθισε συνεσταλμένη παρά την πρύμνην, βραχυσωμοτέρα ή όσον ήτο, με το μέτριον και χαρίεν ανάστημά της. Και η αύρα είχε δυναμώσει, και το αυτοσχέδιον πανίον εφούσκωνε και η βαρκούλα έτρεχε. Δεν έγεινε πλέον λόγος περί επιστροφής εις τον λιμένα.

Φύεται δε και αυτομάτως και σπειρομένη, οι δε Βράκες κατασκευάζουσιν εξ αυτής ενδύματα πολύ ομοιάζοντα με τα λινά, τοσούτον ώστε όστις δεν τα μετεχειρίσθη, δεν δύναται να διακρίνη το έν πανίον από το άλλο, εκείνος δε όστις δεν είδε ποτέ κάνναβιν δύναται να εκλάβη το ύφασμα ως λινούν.

Εν τούτοις την εσπέραν εκείνην αι προσερχόμεναι από του πελάγους λέμβοι, συστέλλουσαι πρώτον το μικρόν πανίον, είτα διά των κωπίων σιγά-σιγά ως πάπιαι επλησίαζον κατά προτίμησιν ουχί εις την αποβάθραν, αλλά εις την αβαθή εκείνην παραλίαν.

— «Όλο κοριτσούδια, το έρμοΤο παράπονον του Γιάννη του Λυρίγκου εβόμβει εις τα ώτα της Φραγκογιαννούς. Η λεχώνα δεν είχεν εξυπνήσει. Η γραία Χαδούλα εκινήθη ολίγον, ετανύσθη επί των γονάτων της, κ' έφθασε το λίκνον. Παρεμέρισε το λευκόν πανίον από την κεφαλήν της κούνιας, κ' έτεινε την χείρα διά να θωπεύση το μικρόν, ενώ τούτο εκλαυθμήριζεν.

Τώρα το ποιητικόν μου έργον «Η πυρπόλησις της Τροίας» θα γίνη αριστούργημα· έπειτα στραφείς προς τον ύπατον ηρώτησεν: — Εάν αναχωρήσω αμέσως, διά να φθάσω το ταχύτερον διά να ίδω την Ρώμην καιομένην και να την απολαύσω εντός των φλογών; — Καίσαρ, απήντησεν ο ύπατος κάτωχρος ως πανίον, η πόλις ολόκληρος είναι ωκεανός φλογών.

Εν τούτοις ήνοιξε το κάτασπρον ως τα πτερά του γλάρου πανίον του, άναψε τον ναργιλέν του, εξηπλώθη παρά το πηδάλιον, κρατών την σκόταν, κ' εξεκίνησεν. Αν ήθελε, καίτοι μόνος, καίτοι αι δύο λέμβοι αρμένιζαν με πανιά και με κουπιά, ήτο ικανός με το κομψότατον, νεοπαγές και κοπτερόν σκάφος του, να προσπεράση τας δύο λέμβους, να τας αφήση «στα μπούνια» ρίπτων «κολοκυθάναις» οπίσω του.

Έφραξε με την χείρα της το μικρόν στόμα, διά να μη φωνάζη, εκύτταξε προς το μέρος της λεχώνας, είτα προς την στρωμνήν εφ' ης έκειτο κουβαριασμένη η γραία. Η φωνή του βρέφους επνίγη. Μίαν χεριάν ακόμη εχρειάζετο να κάμη η Φραγκογιαννού. Με την άλλην χείρα, του έσφιγξε δυνατά τον λαιμόν . . . Είτα εμάζωξε το λεπτόν πανίον διά να το ρίψη πάλιν επάνω της στεφάνης.