United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εχαμήλωναν, ολοένα εχαμήλωναν, κ' έσβυναν απαλά, εχώνεβαν μαλακά κάτω στα μαγεμένα κοιμάμενα ακρογιάλια. Περακεί, κάτω, βαθιά, στου διάπλατου κόρφου το απέραντο ξετύλιγμα, αναπηδούσαν μες από τα ονειρεμένα βάθη του γιαλού, εμαντέβονταν πάνω σταπόμακρα βουνά, τα μαγικά τα κάστρα της Κορώνης.

Πήγαινε, κι όλο πήγαινε δυτικά, τραβήξαντας από τα βάθια του κόρφου, από τα παλιά δηλαδή το Βυζάντιο. Σαν πέρασε τα δυο μίλια και δε σταματούσε, άρχισαν οι ακόλουθοι του να παραξενεύουνται· και του λεν πως τέτοια περιοχή μήτε μια νέα Ρώμη δεν τη χρειάζεται. «Εγώ θα πηγαίνω ομπρόςαπολογιέται ο Βασιλέας «ώσπου να με σταματήση ο αθώρητος Οδηγός που μου δείχνει το δρόμο

Εφάνταζαν ονειρεμένα παλάτια μυστικά, νεροθεμελιωμένα μαγικά στης θάλασας τα ποντισμένα βάθη. Δώθε πάλι έσβυναν, εχάνονταν στα πλάτια του πελάγου, μέσα βαθιά, του Καβογρόσου οι βραχωμένες πλέβρες, που μόλις αξεχώριζαν μες το άπειρο διάστημα του ανοιγμένου κόρφου.

Άλλοι τ' αφράτα μάρμαρα Του κόρφου σου ας παινέσουν, Οπού εις αγύριστους καιρούς Θεούς έπλασε η τέχνη. Άλλοι της Φράγκισας Κυράς Ας περιτραγουδήσουν Την ερωτάρικη ζωή Και το θλιμμένο τέλος. Εγώτους άσπρους κόρφους σου Δε θάν' απλώσω χέρι, Ούτε για ξένες, για παληές Θα γλυκοκλάψω αγάπες.

Θα κλέψω όμως ολίγον καιρό, τόρα που το Α θ ή ν α ι μας σχίζει υπερήφανο τα γαλανά νερά του κόρφου της Θεσσαλονίκης και η γαλανόλευκη σημαία του στέλνει δεξιά και αριστερά αδελφικά χαιρετίσματατην Κασσάνδρα, την πολύκαρπη και τον ολόχιονον Όλυμπο, να γράψω ολίγες λέξεις γι' αυτό και ν' αφήσω για το μέλλονπάντα για το μέλλον, ωιμέ! — κάθε φιλολογικό ζήτημα.

Η ανάμνηση του γυναικείου κόρφου, π' άγγιζε και πιεζότανε πάνω μου, άναβε το αίμα μου και στη φαντασία μου παρουσιάζοντο απόρρητα της ζωής, που, έως τελευταία μόλις υπώπτευα κι' ακόμη μούμεναν σκοτεινά και μυστηριώδη. Τη δευτέρα του Θωμά έφυγα για την πόλη, Κι' αυτή τη φορά η λύπη μου ήτο μεγαλείτερη παρά την πρώτη αναχώρησή μου.

Στάθηκε ο Παυλής και τήραγε την τόση τη χάρη, τήραγε το χωριό, τον κάμπο, το πέλαγο, και τα δυο τα ρημοννήσια, τις βαρκούλες και τα περάματα στα βάθια του κόρφου, και του φάνηκαν όλα σαν κόσμος καινούργιος, και το καίγουνταν που δεν ήρθε προτήτερα να τον ανακαλύψη αυτόν τον καινούργιο τον κόσμο, και το παραξενεύουνταν, πώς γίνεται να πηγαινοέρχουνται τόσοι και τόσοι από τόμορφο το χωριό, και να μην έρθη κανένας τρελλαμένος από τα μάγια του και με το ζόρι να τους πάρη και να τους δείξη τόμορφο το χωριό!