United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωστόσο δεν την άκουσα ποτέ να προφέρη τη λέξη θρησκεία κ' εύκολα θα μπορούσε να την κάμη κανείς να συγχύση τον Αβραάμ με τον Απόστολο Παύλο. Όλα όμως όσα άγγιζε με τη σκέψη της ή με το αίστημα, της γίνοντανε ιερά μ' έναν ξεχωριστό τρόπο.

Μια από τις ωραιότερες εντυπώσεις που μου έκανε η σκηνή ήταν όταν ο Salvini στην τελευταία πράξη του Ληρ, τραβώντας το φτερό από το καπέλλο του Κεντ το άγγιζε στα χείλη της Κορδέλας τη στιγμή που είχε φτάσει στο στίχο: «Αυτό το φτερό κουνιέται· εκείνη ζη». Ο κ.

Η ανάμνηση του γυναικείου κόρφου, π' άγγιζε και πιεζότανε πάνω μου, άναβε το αίμα μου και στη φαντασία μου παρουσιάζοντο απόρρητα της ζωής, που, έως τελευταία μόλις υπώπτευα κι' ακόμη μούμεναν σκοτεινά και μυστηριώδη. Τη δευτέρα του Θωμά έφυγα για την πόλη, Κι' αυτή τη φορά η λύπη μου ήτο μεγαλείτερη παρά την πρώτη αναχώρησή μου.

Είπε, κι' ο Ύπνος χάρηκε κι' απάντησε έτσι κι' είπε 270 «Έλα λοιπόν ορκίσου μου στης Στύγας τ' αγιονέριμε τόνα χέρι σου άγγιζε τη Γης τη μυριοθρόφα, με τ' άλλο τον αντίλαμπο Γιαλό, για νάναι κάτου μαρτύροι μας όλοι οι θεοί που τριγυρνούν τον Κρόνοπως ναι απ' τις Χάρες τις πιο νιές τη μια θα μου χαρίσεις, 275 την Πασιθιά π' ορέγουμαι νύχτα και μέρα πάντα

Αλλά πώς να του δώση αφού ούτε αυτός άγγιζε τα χρήματά του; Προ ολίγου καιρού όμως απέθανε και όλα εκείνα τα πλούτη τα εκληρονόμησεν ο Σίμων και τώρα εκείνος ο κουρελής που έγλυφε τα πιάτα σαν σκυλί, φορεί ωραία και μεγαλοπρεπή φορέματα, έχει αμάξια και χρυσά ποτήρια και τραπέζια με πόδια από ελεφαντοκόκκαλο και όλοι τον χαιρετούν, εμάς δε ούτε στρέφεται να μας δη.

Άμα την έβλεπα, άμα το χέρι της άγγιζε το μέτωπό μου, όσο βαρειά κιαν ήμουν άρρωστος, το χαμόγελο ανέβαινε στα χείλη μου. Κ' η παρουσία της είχε τη μεγαλείτερη θεραπευτική δύναμη στις αρρώστειες μου. Αλλά και τα πειο πικρά και δυσάρεστα φάρμακα τάπαιρνα, ευχάριστα μάλιστα, από τα χέρια της. Η μεγάλη μου ευτυχία ήτο να με κρατή στην αγκαλιά της.

Άλλοι που το πρωί δε σκέφτηκαν πως μπορούσε να πεινάσουν, ρώταγαν τις γυναίκες τους αν μαγέρεψαν τίποτα. Την ώρα όμως που το κόνισμα άγγιζε σχεδόν στην πόρτα της εκκλησιάς, μια φωνή τρεμάμενη μα δυνατή ακούστηκε : — Σταθήτε!... Όλοι πάψανε αμέσως· κόπηκαν οι ψαλμοί μέση· στάθηκε καθένας στη θέση του όπως βρέθηκε. Ήταν ο Τσαϊπάς που έβγαλε τη φωνή· δε μπόρεσε να κρατηθή περισσότερο.

Η μύτη του δεν άγγιζε πάντα το πηγούνι μου και δεν ήμουνα πάντα υπηρέτρια. Είμαι η κόρη του πάπα Ουρβανού Χ και της πριγκιπέσσας Παλεστρίνα. Μ' ανάθρεψαν ως τα δεκατέσσερά μου χρόνια μέσα σ' ένα παλάτι, που μπροστά του όλοι οι πύργοι των Γερμανών βαρώνων σας δε θα μπορούσανε να χρησιμέψουν ούτε για σταύλοι. Κ' ένα μου μονάχα φουστάνι κόστιζε περισσότερο απ' όλα τα πλούτη της Βεστφαλίας.

Κι' ως τότε ο Ήλιος π' άγγιζε τα μεσουράνια απάνου, έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε τ' ασκέρι· μα όταν το πίσω πήρε πια στρατί για να ξεζέψει, τότες πια τέλος άγραφα νικήσανε οι Αργίτες 780 κι' έσυραν όξω το νεκρό απ' τις ρηξές, και πήγαν πέρα μακριά και τ' άρματα του βγάλανε οχ τους ώμους. Όρμησε πάλι ο Πάτροκλος να πετσοκόψει Τρώες.

Στην αρχή, μόλις μπήκε ο ντον Πρέντου, πλησίασε τον Έφις και τον κοίταξε από ψηλά. «Πώς πάει; Καλά, μου φαίνεται. Έλα να σηκωθούμε, άντε!» Ο Έφις σήκωσε τα αδιάφορα, βαθουλωμένα μάτια του και, μόλις ο ντον Πρέντου έσκυψε να τον αγγίξει, άπλωσε το χέρι σαν να ήθελε να σπρώξει το δυνατό κορμί που άγγιζε το δικό του που βρισκόταν σε διάλυση. «Φύγετε, φύγετε…»