United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ’ οι γυναίκες σκλαβωμένες, ωιμένα, νιές και γριές σαν τ’ άλογα να τις τραβούνε απ’ τις χήτες, με τα ρούχα ξεσκισμένα. Κ’ είν’ η πόλις όπου αδειάζεται όλη αντάρα και βουή σύσμιχτη των σκλάβων που χαλούνε. Βαρειές τύχες που προβλέπω με τρομάρα! Κ’ είναι κλάμα, να τις βλέπης κορασίδες νιόκοπες, πριν απ’ την τίμια τη χαρά τους ν’ αποστείφουνται, ωιμέ, σαν αγουρίδες την ξυνή ωμοτρύγητες δροσιά τους.

Με τη γριούλα μπροστά, όλες νιες και γερόντισες, μ' ένα χαμόγελο στα χείλη, και με τα δάκρια κρυσταλλωμένα στα μάτια και στα μάγουλα, ανάμεσα στη δροσιά της βραδιάς, τριγυρισμένοι απ' όλο τον κοσμάκη πόκανε χάζι γύρω άρχισαν το τραγούδι τους, τραγούδι της παρηγοριάς ανάμεσα στη λύπη τους, ενώ τα κυματάκια απλόνουνταν μαλακά εκεί μπροστά τους κ' οι βαρκούλες και τα καϊκάκια στο λιμάνι σειώνταν καμαρωτά και καθρεφτίζουνταν απάνω στα καταγάλανα τόρα νερά της θάλασσας: Παρακαλώ σε Παναγιά.

Έπειτα γυρίζουν οι επίτροποι με τους δίσκους: «για την εκκλησιά, για τον παπά, για το σκολειό μας», και ακούς δεκάρες και κουδουνίζουν, Και σαν περνούνε τ' άγια, σκύβουν πολύ χαμηλά και σταυροκοπιούνται, γέροι, γυναίκες, άντρες, παιδιά, νιές και παλληκάρια. «Μνησθείη αυτών Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία αυτού πάντοτε»....

Είπε, κι' ο Ύπνος χάρηκε κι' απάντησε έτσι κι' είπε 270 «Έλα λοιπόν ορκίσου μου στης Στύγας τ' αγιονέριμε τόνα χέρι σου άγγιζε τη Γης τη μυριοθρόφα, με τ' άλλο τον αντίλαμπο Γιαλό, για νάναι κάτου μαρτύροι μας όλοι οι θεοί που τριγυρνούν τον Κρόνοπως ναι απ' τις Χάρες τις πιο νιές τη μια θα μου χαρίσεις, 275 την Πασιθιά π' ορέγουμαι νύχτα και μέρα πάντα

Τότες τ' απάντησε η θεά, η μαρμαρόλαιμη Ήρα «Ύπνε, τι τα θυμάσαι αφτά και τι τα βάζει ο νους σου Μα τι, τους Τρώες έτσι λες θα διαφεντέψει ο Δίας 265 σαν όπως για τον Ηρακλή σού θύμωσε το γιο του; Μον έλα πήγαινε, κι' εγώ μια απ' τις πιο νιές τις Χάρες σου δίνω ναν την παντρεφτείς και τέρι ναν την κάνεις, την Πασιθιά π' ορέγεσαι νύχτα και μέρα πάντα

Το κεφάλι μου αργοκυλώντας μέσ' από τα σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ήρθε και άρραξε στην ακρογιαλιά κ' εβγήκαν οι νιές περδικοστήθες, με τα κίτρινα φακιόλια και τα λαμπρά γκόλφια τους, και ήρθαν τα λεβεντόπαιδα με τα τσόχινα βρακιά και τα πλατειά ζωνάρια τους, μ' εκύταζαν κ' έλεγαν με απορία: Τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Ήρθαν μαζί οι φίλοι και οι συγγενείς, μ' έβλεπαν κ' εκείνοι κ' ερωτούσαν κ έλεγαν: Τάχα τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Εγώ τους άκουα κ' εστενοχωριόμουν που δεν μ' εγνώριζαν κ' ήθελα να τους φωνάξω: — Δικό μου είνε, του Καληώρα, του βλάμη σας· και πώς δεν το γνωρίζετε; Εμένα με γνωρίζουν οι στράτες και τα διάβατα, με τρέμουν τα βαγένια και τα καπηλειά.

Και νιές εφτά π' αμίμητα δουλέβουν θαν του δώσω Λέσβισσες, που σαν κούρσεψε την πλούσια Λέσβο ατός του, τις πήρα εγώ, που τέρι τους δεν είχανε στα κάλλη. 130 Αφτές του δίνω, και μαζί τη νια που πριν του πήρα, τη Βρισοπούλα, κι' όρκονε θαν τ' ορκιστώ μεγάλο, ποτές πως δεν την άγγιξα, στο στρώμα της δε μπήκα, π' όλοι στον κόσμο σύστημα γυναίκες τόχουν κι' άντρες. Αφτά όλα θαν τα λάβει εφτύς.

Αφτή ο γερός την πόθησε Αργοσφάχτης όταν την είδε μ' άλλες νιες που χόρεβε στη σκόλη της χρυσοδόξαρης θεάς, της κυνηγήτρας κόρης, κι' εφτύς ανέβηο άκακος Ερμής κρυφά στον πύργο και την αγκάλιασε, και γιο της έσπειρε λεβέντη, 185 γοργό πολύ στο τρέξιμο, στις κονταριές τεχνίτη· π' όταν κατόπι η Λεφτερό, των πόνων η χαρίστρα, έβγαλε το παιδί στο φως και του ήλιου 'δε αχτίδα, τότες την κόρη ο Εχεκλής, τ' αφέντη ο γιος Αχτόρου, την πήρε τέρι σπίτι του βαριά πλερώνοντάς την, 190 και το παιδί τ' ανάθρεψε με χάδια ο γέρο-Φύλας, ολόψυχα αγαπώντας το σα νάταν γιος δικός του.

Και νιες εφτά π' αμίμητα δουλέβουν θα σου δώσει 270 Λέσβισσες, που σαν κούρσεψες την πλούσια Λέσβο ατός σου, τις πήρε αφτός, που τέρι τους δεν είχανε στα κάλλη· αφτές σου δίνει, και μαζί τη νια που πριν σου πήρε, τη Βρισοπούλα, κι' όρκονε θα σ' ορκιστεί μεγάλο ποτές πως δεν την άγγιξε, στο στρώμα της δε μπήκε, 275 π' άντρες γυναίκες, αργηγέ, συνήθια τόχουν όλοι. Αφτά όλα θα σ' τα δώσει εφτύς.