United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τ' ουρανού αφτοθέλητη βροντάει κι' ανοίγει η πύλη, που τη φυλάνε οι Εποχές, που κι' έχουν τη φροντίδα του Έλυμπου και τ' Ουρανού, κι' αφτές απάνου βάζουν 395 το πυκνωμένο σύγνεφο για το τραβούνε πίσω· μέσα από κει αστραπότρεχα τραβούσαν τ' άλογά τους.

Είταν ασάλευτος, και τα στήθια του ματωμένα. Είταν πεθαμμένος ο ακριβός μου! Και καθώς που στέκουμουν και τον έβλεπα, ξερή σαν την πέτρα, έρχουνται πάλι και με τραβούνε μέσα οι σκύλοι. Φοβηθήκανε μην τους ξεφύγω. Εμένα τώρα με βασανίζανε δυο στοχασμοί. Ο ένας να γλυτώσω το γέρο, ο άλλος, &να σκοτώσω& τους φονιάδες του Γιώργη μου. Αυτοί οι Τούρκοι είταν ξένοι. Δε μας ήξεραν.

Ναι, είναι κρίμα πως η μέρα έχει μόνο εικοσιτέσσερες ώρες, άμα θέλη κανείς να κατορθώση το αδύνατο. 17 του Δεκέμβρη Μου φαίνεται πως, χωρίς να το γνωρίζω καθαρά, όλα όσα έζησα και ζω, ό,τι είμουνα κ' είμαι, τραβούνε μ' έναν παράξενον τρόπο προς ένα τέλος, δίχως εγώ να μπορώ να κινήσω ούτε το δάχτυλο. Στο μεταξύ ζω τη συνηθισμένη μου ζωή και δεν πιστεύω πως με βρίσκει κανένας αλλαγμένον.

Μόνο στα βιβλία βλέπουμε τέτοια θαυματουργήματα· οι γραμματικές δεν τόχουν τίποτις να βάλουν κοντά κοντά το μουσάων και το μουσών τραβούνε μια γραμμή μεταξύ στους δυο τύπους, έπειτα νομίζει ο καθένας που τα πράματα συνέβηκαν ξαφνικά, σαν που τα είδε γραμμένα, και μ' αφτή την ιδέα κοιμάται ήσυχος.

Ούτε ξένοι στοχασμοί, που τραβούνε το δικό τους δρόμο, ούτε φαντασιοπληξίες, ούτε πόθοι μπορούνε νανυψώσουνε την ψυχική αυτή διάθεση, που πηγάζει μέσα από τη ζωική δύναμη.

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ ... Είναι ημέρα πένθους, που η καλή βασίλισσα στον Άδη κατεβαίνει. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Σώπασε! Με τα λόγια σου μου σφίγγεις την ψυχή μου. Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Όταν οι άνθρωποι οι καλοί τέτοια κακά τραβούνε, εκείνος που έτυχε καλός να γεννηθή, λυπάται.

Όπως γρήγορος πέρασες αέρας με τη θερμή σου ασπέδιστην ορμή, σα φέγγος στο αχνοχάραμα της μέρας τις καταχνιές που κυνηγά και σβει· αν τις έσβησες δε μας πολυμέλει, φτάνει συχνά το ότι καθένας θέλει. Και συ θέλησες όσα άλλον κανένα δε φλόγισαν ολόγυρα από σε. Μα ποιος έχει όσα θέλησε φτασμένα, ποιος έπιασε όσα ζήτησε ποτέ; Και τα φτερά, όσο πιο ψηλά τραβούνε, μη σκληρότερα οι Μοίρες δεν τα σπούνε;

Και τ' ουρανού αφτοθέλητη βροντάει κι' ανοίγει η πόρτα, που τη φυλάνε οι Εποχές, που κι' έχουν τη φροντίδα 750 του Έλυμπου και τ' Ουρανού, κι' αφτές απάνου βάζουν το πυκνωμένο σύγνεφο για το τραβούνε πίσω· μέσα από κει αστραπότρεχα τραβούσαν τ' άλογά τους. Και βρίσκουν χώρια απ' τους λοιπούς θεούς το γιο του Κρόνου πας στου μυριόκορφου βουνού την άκρη καθισμένο.

Ω, μακάριοι που πεθαίνουν, πριν να δούνε όσα η πόλις μαύρα κι άραχλα παθαίνει σαν δαμάζεται: εδώ σφάζουν, κει τραβούνε, άλλα καίνε και τα πάντα καπνός χραίνει κι ο θεός του ολέθρου ο Άρης, που δριμώνει μ’ άγρια λύσσα, πάσα ευσέβεια βεβηλώνει.