Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Άλλα δεκατέσσερα, κι άλλα εικοσιτέσσερα χρόνια, ώσπου πέρασε κάποιος και μου πάτησε το πόδι, και πήδηξα και με το συμπάθειο, βλαστήμησα, κι από την ομιλία μου το κατάλαβα πως δεν είμουνα πεθαμμένος, μόνο πως ονειρεύουμουν τόσα χρόνια! Κρίμα, κρίμα στα εξήντα μου χρόνια! Πού να τα ξαναβρώ πια τώρα! Εννιά μήνες Ελληνικά, και ξαπλώθηκα. Χάθηκα μέσα στα όνειρα!

Και τι δεν κάνει ο άνθρωπος και τι δεν κατορθώνει! Για κύτταξε τον Άδωνι το μυριαγαπημένο, που πεθαμμένος και νεκρός στον Άδην αγαπιέται, κύτταξε πώς ξαπλώνεται σ' έν' αργυρό κρεββάτι μέσα στην πρώτη νιότη του, στο πρώτο χνούδωμά του. ΕΤΕΡΟΣ ΞΕΝΟΣ Εσείς πια δεν θα πάψετε, μωρόλογες τρυγόνες, που με παπίσια προφορά πλαταίνετε τα λόγια;

Σε βαρέθηκα να σε βλέπω...» Στον καφενέ! Τι να κάνω στον καφενέ; «Στα καρφιά κάθεται ο Αποστόλης, μου λέγανε στον καφενέ. Άιντε πήγαινε, Αποστόλη, να μη σε δείρη η γυναίκα σου!...» Καλότυχοι, τόσο ήξεραν, τόσο έλεγαν... Πάνε κείνα τα χρόνια. Μου την πήρε ο Θεός, δόξα νάχη τόνομά του. Από τότε δεν είμαι στον κόσμο τούτο· είμαι από τον άλλον κόσμο. Ζωντανός και πεθαμμένος.

Αλλ' είσαστε, άρχοντες, άνδρες με μεγάλη γνώσι και μπορείτε καλά να κρίνετε αυτά τα θαύματα. Ενίκησε τον Μόρχολτ: να ένα ωραίο ανδραγάθημα. Αλλά με ποιες μαγείες κατώρθωσε, σχεδόν πεθαμμένος, να ταξιδέψη καταμόναχος μέσα στη θάλασσα; Ποιος από μας, άρχοντες, θα μπορούσε να διευθύνη μια βάρκα χωρίς πανιά και χωρίς κουπιά; Οι μάγοι μπορούν μοναχά, καθώς λένε.

Και διαβαίνοντας από τις ιτιές εκεί κάτω, ξυπνούν τα πουλιά και μιλάνε μ' ανθρώπινη λαλιά και φωνάζουν «Ποιός είδε κόρην όμορφη να σέρνη πεθαμμένος!» — «Ακούς» του κάνω «Κωσταντή, τι λένε τα πουλάκια;» — «Πουλάκια 'νε» μου ξαναλέει «πουλάκια 'νε κι ας λένε.» — «Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου» του κράζω τρομασμένα «φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις». — «Εχτές βραδύς επήγαμε» μου λέει «στον Άη Γιάννη, και θέμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι». Και λέγοντάς μου τέτοια λόγια με κατεβάζει αντικρύ στην Αγιά Μαρίνα, και χάνεται σαν ίσκιωμα από μπρος μου!

ΚΡΕΟΥΣΑ Παιδί μου! πειο αγαπητό κι' από το φως του ήλιου, συγγνώμη ας δώση ο θεός. . . στην αγκαλιά μου σ' έχω, — ανέλπιστο ευτύχημα! — εσέ που σε θαρρούσα κάτω απ' τη γη, στους σκοτεινούς της Περσεφόνης τόπους ΙΩΝ Αγαπημένη μάννα μου! ο γυιός σου ο πεθαμμένος δεν πέθανε, και βρίσκεται στην αγκαλιά σου τώρα.

Δεν άφησα να βγάλουν τα παιδιά, να τα βάλουνε σε χωριστό τραπέζι. Μια φορά να πέση πουθενά ο θάνατος, πέφτει πέφτει κι ανασαμό δεν έχει. Ένα χρόνο, έναν αλάκαιρο χρόνο, έκαμε ο Χάρος βίγλα τριγύρω στο σπίτι και τώρα εμένα θαρπάξη. Μη! Μη! Πότε φέγγει; Στις πέντε. Στις πέντε, πεθαμμένος. Τέλειωσε, πάει!

Είταν ασάλευτος, και τα στήθια του ματωμένα. Είταν πεθαμμένος ο ακριβός μου! Και καθώς που στέκουμουν και τον έβλεπα, ξερή σαν την πέτρα, έρχουνται πάλι και με τραβούνε μέσα οι σκύλοι. Φοβηθήκανε μην τους ξεφύγω. Εμένα τώρα με βασανίζανε δυο στοχασμοί. Ο ένας να γλυτώσω το γέρο, ο άλλος, &να σκοτώσω& τους φονιάδες του Γιώργη μου. Αυτοί οι Τούρκοι είταν ξένοι. Δε μας ήξεραν.

Μου είπαν όμως απ' αυτόν πως χαιρετούνται κι' άλλοι· και αν κι' εμένα χαιρετά, κάλπη ο φίλος μελετά για &Δήμαρχος& να βάλλη. Τα μάτια σας ανοίξετε, 'Στον τάφο να μη ρίξετε κι εμένα ζωντανό· γιατί κι' αν σας φανώ 'στ' αλήθεια πεθαμμένος, θα ήναι χωρατά. . . εγώ από πιοτά θα ήμαι . . .μεθυσμένος. Κι' εγώ για νύφη λαχταρώ, μα ναύρω νύφη δεν 'μπορώ του γούστου μου ακόμα.

Μακρυά της, ήξερε ότι ο θάνατός του ήτανε βέβαιος και προσεχής. Καλλίτερα να πέθαινε με μιας, παρά σιγά- σιγά κάθε μέρα. Όποιος ζη με πόνο είναι σαν πεθαμμένος. Ο Τριστάνος επιθυμεί το θάνατο, θέλει το θάνατο. Αλλ' ας μάθη τουλάχιστον η Βασίλισσα ότι πέθανε για την αγάπη της. Ας το μάθη! Ο θάνατός του θα είναι έτσι πειο γλυκός.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν