United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το τελευταίο όμως βράδι, όταν το αυγουστιάτικο φεγγάρι έπαιρνε να χαθή πια, κατεβήκαμε μόνοι μας στο ακρογιάλι και μπήκαμε στη βάρκα. Με το νυχτερινό αεράκι ανοιχτήκαμε όξω από το μαύρον κόλπο, όπου το χλωμό μισοφέγγαρο άπλωνε αστραφτερές γραμμές και τριγύρω τα δέντρα στέκανε τόσο σκοτεινά και παράξενα, παίρνοντας σχήματα διαφορετικά από κείνα που τους έδινε το φως της μέρας.

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Πιστεύ' ότι στοχάζεσαι κείνα οπού λέγεις τώρα, αλλ' ό,τι αποφασίζομε συχνά τ' αλλάζ' η ώρα· η γνώμητο μνημονικόν είναι υποδουλωμένη, με ορμήν γεννάται, αλλ' η ζωήαυτήν ολίγο μένει. Είν' ως ο άγουρος καρπόςτο δένδρο κολλημένος, 'πού κάτω πέφτει ατίνακτος ως είναι ωριμασμένος. Χρέος, 'πού μόνον εις εμάς τους ίδιους χρεωστούμε, νοείται πόσο αδιάφορα συχνά το λησμονούμε.

ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θεοδόσιος κι Ορθοδοξία Πρωταγωνίστησε ο Θεοδόσιος και στη Δύση, και συχνά μάλιστα. Μα οι πράξες του σε κείνα τα μέρη, όσο και να τονέ δοξάζουνε, δεν είναι της δικής μας της ιστορίας. Θα τις περάσουμε ως τόσο κι αυτές με δυο λόγια σαν έρθη η ώρα τους.

Η νοσοκόμα την έβαλε στο κρεβάτι κι όταν τα παιδιά, που παίζανε όξω, γυρίσανε στο σπίτι, τα φώναξε με την ψιλή, αδύνατη φωνή τηςτην τόσο διαφορετική από την προτητερινή της βαθειά και δυνατή φωνήναρθούνε μέσα να της διηγηθούνε τι κάμανε όξω και πως διασκεδάσανε. Και κείνα αρχίσανε να λένε τόσα πολλά, που μερικές στιγμές δοκίμασα να τους πω να πάψουνε. Μα μ' εμπόδισε.

Πρέπει να τους πιάσω, για να της δείξω πως με γελά. Έτσι να γλυτώσω κι απ' αφτή την καταχνιά. Ναι! Κατάλαβα τώρα. Ησυχάζω. Ώρες καρτερώ, προσμένω να το μάθω. Και δεν έχω πάλε δίκιο; Ποιος λέει πως δεν έχω δίκιο; Τον είδα, με τα μάτια μου τον είδα. Μόλις τρεις μέρες ύστερις από κείνα που της είπα!

Φωτιά ήτον αναμμένη εις το προαύλιον. Γυναίκες και παιδία εθερμαίνοντο εις το πυρ. Έκαμνε ψύχραν. — Πέτε μας καμμίαν ιστορίαν για κανένα στοιχειό, χριστιανοί, είπα εγώ, και εκάθησα πλησίον εις το πυρ. Εδώ στο σπίτια, τον κατήφορο, πόσα στοιχειά έβλεπα τον παλαιόν καιρόν! Πού κείνα τα χρόνια!

Κι' όταν ο γούμενος έβγαλε κ' έδειξ' εκεί μπροστά ασημένιες μονέδες και στολίδια μαλαματένια που ξέθαφτε κάποτε από τα μνήματα των χαλασμάτων π' άνοιγε τακτικά, σαν το θεριό των λόγγων της Αραπιάς, είδα τους καϋμένους χωριάτες να βγάζουν από τες λερωμένες κι αχαμνές σακούλες τους μετζίτια ολάκερ' ασημένια και τάλλαρα και να τ' αλάζουν με τα παλιά κείνα λείψανα, μόνο και μόνο για να τα κρεμάσουν σα γκόλφι και φυλαχτό μαζύ με τους σταυρούς και τα κωνσταντινάτα απάνω στα φέσια και στα χαϊμαλιά των μικρών παιδιών τους.

Έπειτα ταξείδεψαν με τους πολεμιστάδες καταδώθε· μα δεν έχασαν διόλου από τη φωτιά και τη γλύκα τους, όπως οι σπόροι που μετατοπίζουν τα πουλάκια δε χάνουνε το είδος τους. Οι Χαγάνοι όμως δε σκέφτηκαν ποτέ να κερδίσουν από κείνα. Τα φύλαξαν για τα τραπέζια τους, για τους έρωτες τους και για τις λύπες τους. Όταν ερχόταν κίντυνος, άπλωναν ίσα στο σπαθί τους.

ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μάλιστα· ειπώθηκε από κάποιον, που τη χαριτωμένη μνήμη του όλοι σεβόμαστε και που της φλογέρας του η μουσική σαγήνεψε και τράβηξε κάποτε την Περσεφόνη από τα λειβάδια της Σικελίας κ' έκανε κείνα τάσπρα πόδια της να σαλέψουν, κι όχι του κάκου, της Cumnor τα μυρτολούλουδα, ότι ο καθαυτό σκοπός της Κριτικής είναι να βλέπη τα πράγματα ακριβώς όπως είναι.

Σωκράτης Άρά γε δεν θέλουν λοιπόν οι δειλοί να πηγαίνουν εις εκείνο το οποίον είναι και ωραιότερον και ηθικώτερον και πλέον ευάρεστον, εν ώ γνωρίζουν ότι είναι τοιούτον; Πρωταγόρας Αλλ' εάν παραδεχθώμεν και τούτο, είπε, θα ανατρέψωμεν κείνα τα οποία εβεβαιώσαμεν προηγουμένως. Σωκράτης Τι δε κάμνει ο ανδρείος; Δεν πηγαίνει εις εκείνο το οποίον είναι ωραιότερον και ηθικώτερον και πλέον ευχάριστον;