Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μάλιστα· ειπώθηκε από κάποιον, που τη χαριτωμένη μνήμη του όλοι σεβόμαστε και που της φλογέρας του η μουσική σαγήνεψε και τράβηξε κάποτε την Περσεφόνη από τα λειβάδια της Σικελίας κ' έκανε κείνα τάσπρα πόδια της να σαλέψουν, κι όχι του κάκου, της Cumnor τα μυρτολούλουδα, ότι ο καθαυτό σκοπός της Κριτικής είναι να βλέπη τα πράγματα ακριβώς όπως είναι.

»Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε με χώμα Το γιαταγάνι σου, κ' είναι θολό... Πώς κλαις;.. τι δέρνεσαι;.. Τρίψε το ακόμα, Μην τρέμεις... ζύγωσε... Δος μου να ιδώ.» »Το αίμα τάπιστο με το δικό μου Δε θέλω επάνω του νανταμωθή, Φαρμάκι αγλύκαντο μεςτο λαιμό μου Δε θέλω σύντροφο κάτουτη γη.» »Χτύπα, Λαμπέτη μου!.. Άπλωσε, πιάσε, Σφίξετα δάχτυλα τάσπρα μαλλιά... Τα χέρια εσταύρωσα... Μη με φοβάσαι.

Και αποσυρθείσα προς τον παρακείμενον ξηρότοιχον, ήρπασε μεγάλην πέτραν και την ανύψωσεν απειλητικώς: — Δε σούπανε, μωρέ ασκημάνθρωπε, να μη μου ξαναμιλήσης; Γκρεμίσου απ' ομπρός μου να μη σου κάμω την κεφαλή σου ρόκα! Αλλ' ο Μανώλης, αντί ν' απομακρυνθή, έκλινε την κεφαλήν και είπε με πραότητα: — Δος μου, Μαρούλι. Εγώ, και να με σκοτώσουνε τα χεράκια σου τάσπρα, δε θα πονέσω.

Στο καλό, Μαχώ, στο καλό, παιδί μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα. Νυφούλα με τάσπρα σε προβόδησα, Μαχώ, με τον γαμπρό τον καβαλλάρη. Στο καλό, Μαχώ, και στην καλή την ώρα. Αυτό καρτερούσανε να δούνε τα μάτια μου... Ένα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικά απ' τα μάτια του, σαν μπόρα που ξεσπάει μέσ' στην άψη της κουφόβρασης. — Στο καλό, Μαχώ μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα.

Η θεια μπορεί να κάνη και χωρίς αυτήνα . . . Λαχάνιασε για να πη αυτά τα λίγα λόγια και τα μάτια της κύτταζαν τον Νίκο σαν να του ζητούσανε συγχώρηση. -Λιόλια τη λεν ; -είπε μοναχά ο Νίκος. Τι γλυκό που ακούστηκε τόνομ' αυτό απ’ το στόμα του και σα με μιαν απήχηση πίσω του τόσο που ξαφνίστηκε κι ο ίδιος... Τάσπρα μάτια. Έτσι λοιπόν ήρθε η θεια Ελέγκω κ’ έφερε τη Λιόλια.

Έλα, γιαγιά, πες μας τώρα, περπατεί ακόμα το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Μόνο μας κύτταζε με κάτι μάτια παράξενα. Σηκωθήκαμε όλοι και την τριγυρίσαμε. Άλλος της χάιδευε τις πλάτες, άλλος τάσπρα της μαλλιά κι’ άλλος τα γόνατά της. Εγώ την έβλεπα στα μάτια και την παρακαλούσα. — Έλα, γιαγιακούλα, άφησε τώρα τα νάζια σου, πες μας τι έκανε το βασιλόπουλο. Περπατεί ακόμα;

Ο Λαλεμήτρος, κοντός, παχύς, ξουραφισμένος· μέσατης μαύραις τσόχαις και σ' τάσπρα ποκάμισα, με την χρυσή καδένα, επήδησεν αμέσως κάτω· άνοιξε την πόρτα της καρρότσας κ' εβγήκαν τέσσερες εγγλέζοι, 'ψηλοί ως απάνω, με κάτι σαν ζεμπίλιατα κεφάλια τους, με γυαλιάτα μάτια, με τα τετραβάγγελατα χέρια.

Έφτασε σιγά-σιγά κάτω στο γιαλό και πέρασε την ξύλινη σκάλα. Η «Μαχώ» η βάρκα του τον περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη απάνω στα νερά. Σαν πέσανε τα μάτια του απάνω της τούρθανε τα κλάματα. Στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του, το γέρικο κεφάλι με τάσπρα μακρυά μαλλιά, το κούνησε λυπητερά και κατάπιε μέσα του τα δάκρυά του. Έλυσε το σχοινί και πήδησε μέσα, όπως έκανε πάντα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν