United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν τα αποείπανε, σηκώθηκε η θεια Ελέγκω να φύγη φίλησε τη Βεργινία : Θάρχωμαι, Βεργινίτσα μου, να σε βλέπω πιο συχνά τώρα• να βλέπω και πως τα πάει κ' η Λιόλια. Μη σεκλετίζεσαι! περαστικά είναι.

Στάθηκαν απόξω και μίλησαν αρκετή ώρα !. . . Ο Νίκος ξαναμπήκε μέσα κατσούφης. -Να πας στη θεια Ελέγκω, του είπε η Βεργινία, να της πης να μας στείλη τη Λιόλια, την ανεψιά του αντρός της. . . Είναι καλό κορίτσι. . δεν έχει κανένανε στον κόσμο. . . Σαν ήμουνα στης θειας ήτανε μικρή. . πήγαινε στων Απόρων Γυναικών. Τώρα θα κοντεύη δεκαεφτά χρονώ.

Μα η Βεργινία τους κύτταζε και τους δυο έτσι αλλοιώτικα! Τo κεφάλι του Νίκου ήτονε βαρύ. Τον είχαν κεράσει το πρωί οι φίλοι, ήπιε και το μεσημέρι, ζαλίστηκε κι απ'το τρέξιμο. . . Έπεσε στον καναπέ κι αποκοιμήθηκε Ηρθε η κυρά Ελέγκω κ’ έφυγε με τη Λιόλια κι ο Νίκος δεν το πήρε χαμπάρι. Όταν ξύπνησε και είδε πούτανε φευγάτες, του κακοφάνηκε.

Μα κάτω τα περιβόλια των Πατησιών ως τον Πύργο της Βασιλίσσης και τους κάμπους πέρα του Μενιδιού, παραδώθε τα Σεπόλια κ' η Κολοκυθού, ο ελαιώνας κι ολόγυρα τα βουνά του Δαφνιού τα κοκκινοχώματα κι ο Πάρνης που τραβάει την ψυχή στα ψηλώματά του και στις βελουδόμαβιες κλεισούρες όλα ε1χαν αρχίσει να ψήνωνται στον ήλιο. . κ’η Αθήνα που ξεχειλούσε με τα μύρια της τα σπίτια πίσω απ’ τον Άη-Γιώργη και τα νταμάρια, λες και τάπερνε όλα σβάρνα, είχε απάνω της ένα βαρύ πάπλωμα από αχνόν κιτρινοκόκκινο που κάποτε-κάποτε κάνανε φτερά σαν πουλάκια κάτι πνιγμένοι ήχοι ως εδώ έξω. . κ΄έβγαζε απομέσα της η Ακρόπολις, χρυσοφιλημένη απ’ τον ήλιο, και γλαυκοφέγγριζε η θάλασσα πέρα κάτω με τα μαύρα κατάρτια του Πειραιώς σαν τσίνουρα στο μάτι της και με την αέρινη την Αίγινα, ψηλά στον ουρανό, σαν όνειρο. . . Σηκώθηκαν τώρα, η θεια Ελέγκω με τη Λιόλια, να πάνε νανασπαστούνε στην εκκλησιά.

Η Κερά Ελέγκω είχε φουσκώσει απ’ το καμάρι της για τη χαρά της αγαπημένης της της Λιόλιας, απ’ τον ανήφορο, απ’ την κάψα: ήτονε Γιούλιος μήνας και φύλλο δεν κουνιόταν. . . Εδώ πάνω στον ήσκιο της εκκλησιάς έκανε λίγη πρωινή δροσιά.

Ηρθε κ' η θεια Ελέγκω και του μίλησε του Νίκου στα σοβαρά, γιατί δε βαστιόταν πια το πράμα απ’ τα λόγια του κόσμου: Μια που θα το κάμης, παιδί μου-γιατ' είσαι τίμιος άντρας, αυτό δα το ξέρο-κάμε το ! πριν να πάρη δρόμο. . και γίνη ρεζίλι το κορίτσι. . . Είχε βαρεθή σταλήθεια κι ο Νίκος τις ατέλειωτες κουσκουσουριές που του χαλνούσαν την υπόληψη στη γειτονιά και των φίλων του τα αιώνια πειράγματα κι αστεία. . και ταποφάσισε.

Γύρισε πίσω να δη τη Λιόλια: πήγαινε κλαμένη, βαστώντας το ξένο καπέλλο με τα δυο της χέρια, κι αυτή μαζί σπρωγμένη πίσω απ’ το φέρετρο απ’ την ίδια δύναμη και κατάρα. . και κοντά της έσερνε η Θεια Ελέγκω τα γεροντικά της πόδια. . . Γύριζε ο άνεμος καμμιά φορά κ' έφερνε πίσω την ψαλμωδία εκεινού με το δεμένο μάτι, πούψελνε στον πιο αψηλό τόνο και μ’ όλη τη δύναμη της μύτης του, για να τονέ βουβάνη τον άλλο ψάλτη. . του φάνηκε πως έψελνε ολοένα: «Δόξα σοι ο Θεός!

Εκεί που πασχίζανε μαζί, την πήρε κατά μέρος η γειτόνισσα και της τάπε όλα, τα τι λέγανε για το κορίτσι στο δρόμο οι γυναίκες. Έγινε η θεια Ελέγκω θεριό μονάχο. Σαν αποτελείωσαν τη δουλειά τους, είπε της Λιόλιας: Έλα μάζεψε τα ρούχα σου ναρθής σπίτι μου, στο μενούτο!

Και τα προχτές σαν ήρθε η θεια Ελέγκω μονάχη σου της τόπες. Δεν λέω αλήθεια ; Νά που γελάς κ' η ίδια ! γελάς, έ;! Μα της Βεργινίας το πρόσωπο καθεμέρα γινόταν πιο άσπρο, πιο διάφανο. Κάτι γούβες γαλάζιες φανήκανε στα μηλίγγια. Τα μάτια της από κάτω ήτανε μαύρα προς το μενεξελύ, σα χτυπημένα, τα βλέφαρα με πρισμένους γύρους βυσσινιούς κι αυτά ήταν τα μόνα χρώματα πούχε απάνω της.

Μόλις είχε φύγει, ξανανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται η Ευρυδίκη, πούχ' έρθει σούρπα σούρπα να δη τι θα γίνη με τη Λιόλια; θα φύγη; θα κάτση ; -Του λόγου σου, Κερά μοδίστρα, είσαι πούβγαλες τα λόγια για το κορίτσι;-πετάχτηκε απάνω της η Κερά Ελέγκω, μόλις την είδε, μανιασμένη καθώς ήτον απ' την άλλη. Κύττα καλά, κακομοίρα μου, γιατί στο ξερριζώνω αυτό το τσουλούφι το λιγδιασμένο ! Ακούς εκεί!