United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ήβρε μες στη βαθιά σπηλιά τη Θέτη, και τριγύρω κάθουνταν του γιαλού οι θεές οι άλλες μαζωμένες· κι' έκλαιγε αφτή στη μέση τους του γιου της τ' αντριωμένου 85 τη μοίρα, πούτανε γραφτό αλάργα απ' την πατρίδα ναν της χαθεί στα λιγδερά της Τριάς τα φαρδοκάμπια. Και στέκει η γλήγορη Ίριδα κοντά της και της κάνει «Σήκω έλα, Θέτη, σε ζητάει ο βαθυγνώστης Δίας

Κι' ο Τέφκρος βγάζει δέφτερη σαΐτα να τραβήξει στον Έχτορα, και θάπαβε τη μάχη ομπρός στα πλοία αν τον βαρούσε πούτανε το πιο γερό κοντάρι. 460 Μα τον Διός δε γέλασε το μάτι, π' αγρυπνούσε μην πάθει ο Έχτορας, κι' αφτή τη δόξα δεν τ' αφίνει, Μον την καλόστριφτη του σπάει χορδή του στο δοξάρι καθώς τραβούσε απάνου του. Και πάει στραβά η σαΐτα, κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι. 465

Τότες εφτύς σηκώνεται και στους Αργίτες κράζει «Πέστε μου, αδρέφια, οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, μονάχα εγώ, ή και λόγου σας θωράτε πέρα τ' άτια; Αλλά σα να μου φαίνουνται μπροστά πως πιλαλούνε, σαν άλλος δείχνει ο αμάξας· και τ' άλλα εκεί στον κάμπο 460 πάπαθαν πρέπει, πούτανε μπροστά σαν ξεκινούσαν.

Μα η Βεργινία τους κύτταζε και τους δυο έτσι αλλοιώτικα! Τo κεφάλι του Νίκου ήτονε βαρύ. Τον είχαν κεράσει το πρωί οι φίλοι, ήπιε και το μεσημέρι, ζαλίστηκε κι απ'το τρέξιμο. . . Έπεσε στον καναπέ κι αποκοιμήθηκε Ηρθε η κυρά Ελέγκω κ’ έφυγε με τη Λιόλια κι ο Νίκος δεν το πήρε χαμπάρι. Όταν ξύπνησε και είδε πούτανε φευγάτες, του κακοφάνηκε.

Τον τρίτο λόχο ο Πείσαντρος οδήγαε, ο φημισμένος γιος του Μαιμάλου, πούτανε το πιο γερό κοντάρι των Μυρμιδόνων ύστερα απ' τ' Αχιλιά το βλάμη. 195 Ο γέρος πάλε Φοίνικας τον τέταρτο οδηγούσε. Τον πέμτο του Λαέρτη ο γιος, ο άξιος Αλκιμέδος.

Ύστερα και του τρελλού τα καμώματα τρελλά τα λογαριάζει ο κόσμος και κανείς δε βάζει την ουρά του. Τον είδε ο μούτσος. Τον είχανε ξυπνίσει τα σκυλιά. Ανεβαίνει στην κουβέρτα και τονέ βλέπει που πολεμούσε να λύση τη βάρκα του Μανώλη του Λεϊμονή, πούτανε δεμένη στο μώλο. Σαν πήδησε μέσα κ' έλυσε το πανί και πήρε στα χέρια του τη σκότα, άρχισε τις φωνές: «Αφίνω γεια, Μυγδαλιώ.

« Εγώ προςτα μεσάνυχτα, » Πριν νάβγη το φεγγάρι, »'Μπαίνωτη μέση του στρατού, » Πούτανε τρεις χιλιάδες, » Γυρίζω το στρατόπεδο » Για ναύρω τους Πασσάδες, » Με μόνο, μόνο το σπαθί »'Σ το χέρι, 'σα λεοντάρι. «'Βρίσκω 'ςτή μέση τη σκηνή. » Τη λαμπροστολισμένη. » Σηκόν' ολόρθον τον Πασσά. » Τον σφάζω.

Θάδενα τότες την τριχιά τριγύρω στου Ελύμπου 25 μιαν άκρη, κι' όλα θάμεναν τα πάντα στον αγέρα. Τόσο όλους τους θεούς νικώ, νικώ όλους τους αθρώπους27 Είπε, και ζέβει τα γοργά χαλκόποδα άλογά του 41 στ' αμάξι, πούτανε χρυσές με χήτες τριχωμένα. Κατόπι χρυσοπλίστηκε, και το χρυσώριο πήρε καλοφτιασμένο καμοτσί, κι' ανέβηκε στ' αμάξι.

Και πέφτει μες στις σκόνες, και σφίγγει με τα δόντια του το μέταλλο το κρύο. 75 Το θεϊκόνε Υψήνορα τότες ο γιος του Βαίμου, γιο του γενναίου Δολοπιού, πούτανε του Σκαμάντρου βαλμένος λειτουργός και λες θεό ο λαός τον είχε, τότε ο λεβέντης Βρύπυλος τον πήρε κυνηγώντας, κι' εκεί μπροστά του πούφεβγε, πηδάει και του καθίζει 80 στον ώμο μια με το σπαθί κι' ως πέρα ξει το χέρι.

Χάμου τ' Ατρέα εφτύς κι' ο γιος τους Αχαιούς καθίζει, κάθεται κι' η θεά Αθηνά κι' ο Αργυροδοξάρηςπαρόμιοι μ' όρνια αρπαχτικάστην τρανοκόρμα απάνου του βροντορήχτη Δία οξά, και χαίρουνταν θωρώντας 60 τους άντρες πούτανε πυκνές αράδες καθισμένοι, απ' όπλα, κράνα χάλκινα κι' ασπίδες δασωμένοι.