Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Μούκανε την ευκολία να θάψω το κορίτσι, του πήγα κ' εγώ αμανάτι μια χρυσή καδένα, κάτι γανώματα, ένα ταψί μεγάλο, πολίτικο. Έγδυσα το σπίτι, τι να κάνω; «Δεν πιάνουν τίποτα, Νικόλα παιδί μου, μούλεγε. Μισοτιμής να τα πουλήσης και πάλε. Ποιος έχει παράδες να δώσηΠάνε κι' αυτά μαζί με τάλλα. Να δουλέψω δεν μπορούσα^ από αρρώστεια σε αρρώστεια κ' εγώ και το Μυγδαλιώ, η γυναίκα μου.

Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις, το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθημένη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή εις το ους της μητρός της. — Πού θα πάτε, θα πω; Παλαβώσετε, θα πω; Με τέτοιον καιρό!... Να πάτε στο Κάστρο! Ωχ! καϋμένη... Τι να γείνω; Η νεωτέρα κόρη, η δεκαεξαέτις, το Βασώ, αρχίσασα και αυτή να εννοή, υπεψιθύρισε·

Ναι, εσένα σ' φαίνεται πως είσ' ακόμα μικρή, χαδούλα μ'! Γιατί έτσ' σ' μάθανε. Δεν φταις εσύ! είπε το Μυγδαλιώ, εκχύνουσα την ενδόμυχον ζήλειαν της επί τη τύχη της αδελφής της, ήτις, ως μικροτέρα, δεν είχε &κρυφθή& ακόμη, ήτοι δεν απείργετο της κοινωνίας ως αι προς γάμον ώριμοι, και απήλαυε σχετικής τινος ελευθερίας. Ο μικρός Λαμπράκης είχε πέσει επί τον τράχηλον της μητρός του.

Φτάνει που θα κακοπαθήσω εγώ... Δεν πρέπει να λείψουμε κ' οι δύο από το σπίτι. — Ηγώ τώκαμα του τάμα, είπεν η παπαδιά. — Μα αν πάω εγώ το ίδιο είνε. — Δεν είμαι ήσυχη αν δεν είμαι κοντά σου, παπά μ', είπεν η παπαδιά. — Κ' ημάς πού θα μας αφήσετε! έκραξε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς το Μυγδαλιώ. — Σιώπα, καϋμένη, είπε το Βασώ. Θα με πάρ'νε κ' εμένα μαζί, σιώπα!

Περιβολάρης θα γενώ να σκαλίζω τα χώματα, βοσκός να βόσκω τα ζωντανά πάνω στα βουνά, πραμματευτής να τριγυρνάω στις γειτονιές. Φτάνει μου να βλέπω την αγάπη μου, το Μυγδαλιώ, να χαίρωνται τα μάτια μου, ως να πεθάνω». Το κορίτσι κοκκίνησε, που λες, μα δεν είπε λόγο. Μήτε κ' η παπαδιά. Στραβομουριάσανε κ' οι δυο τους.

Εκεί ταξίδευε η καρδούλα του». Έκανα το σταυρό μου. «Βρε του παπά την κόρη; » του κάνω. «Σωστά, μου λέει. Την παπαδοπούλα τη μικρή, το Μυγδαλιώ, με τις μακρυές κοτσίδες.

Ναι θα πας· αμ δε θα πας! έκραξε το Μυγδαλιώ, απαντώσα εις έν ρήμα της μητρός της. — Σιωπάτε! ακόμα δεν αποφασίσαμε τίποτε, κ' εσηκώσατ' επανάστασι, είπεν ο παπάς. Να ιδούμε τι θα μας πη κι' ο μπάρμπα-Στεφανής. Είτα στραφείς προς την παπαδιά. — Μας φέρανε τίποτε λειτουργιαίς, μπάριμ;

Ύστερα και του τρελλού τα καμώματα τρελλά τα λογαριάζει ο κόσμος και κανείς δε βάζει την ουρά του. Τον είδε ο μούτσος. Τον είχανε ξυπνίσει τα σκυλιά. Ανεβαίνει στην κουβέρτα και τονέ βλέπει που πολεμούσε να λύση τη βάρκα του Μανώλη του Λεϊμονή, πούτανε δεμένη στο μώλο. Σαν πήδησε μέσα κ' έλυσε το πανί και πήρε στα χέρια του τη σκότα, άρχισε τις φωνές: «Αφίνω γεια, Μυγδαλιώ.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν