United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ήλιος χρυσώνει τον Υμηττό. Καλά που δε μείναμε κι αργότερα. Θα γέμιζε το Παλάτι oυρές, και ξεκολλημό δε θα είχαμε. Μακριά από ουρές, φίλε μου. Στα κεφάλια να τρέχουμε. Από το κεφάλι καταλαβαίνεις και την ουρά. Και κει που το λέμε, ορίστ' ένα κεφάλι· μεγάλο ή μικρό δεν πειράζει. Πηγαίνει να διδάξη τη νεκραναστημένη τη γραμματική του. Του αξίζει μια καλημέρα. Πάμε κατόπι του.

τα ξένα ταξειδεύει τώρ' ο άνδρας της· πηγαίνειτο Χαλέπι το καράβι του· κ' εγώ εκεί θα 'πάγωένα κόσκινο· θα είμ' ένα ποντίκι με χωρίς ουρά , να κάμω και να κάμω, να της δείξω 'γώ! Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Θα έχης από 'μένα έναν άνεμον. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ευχαριστώ. Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Σου δίδω άλλον ένα 'γώ.

Εκείνη τον πλήρωνε με τα ίδια χαϊδολογήματα. Σκάλωνε απάνου του με μισοκλεισμένα μάτια, λάουλάου σα να πήγαινε ν' αρπάξη κάτι τι πίσ' από το κεφάλι του. Άξαφνα όμως έσκουξε δυνατά· νιάου! Ο Αρχαιολόγος της έσφιξε την ουρά. Κι άμα την κατάλαβε πως πονεί την έσφιξε δυνατώτερα. Η γάτα έκανε χίλιους τρόπους για να γλυτώση από τα χέρια του.

Ελύγαε σαν την οχιά το κορμί του κ' εσήκωνε τη μαλλιαρή ουρά πίσω, οπ' έπεφτε ανεμισμένη κι αστραφτερή, σαν καταρράχτης λαγκαδιάς, μέσα σε σκοταδερή νύχτα, οπ' αναλάμπειτην αριάν αστροφεγγιά. Τα πόδια του τ' ανεμόφτερα δεν επατούσαν ολότελα γη, κ' ελαμποκοπούσαν και τα τέσσερ' ασημοπέταλά του.

Ο Γκεσούλης δεν έκανε καμμιάν αντίσταση κι' ακολούθησε τη νεκροπομπή με το κεφάλι κάτω και την ουρά στα σκέλια, βαδίζοντας στο πλάγι του μουλαριού, πούχε φορτωμένο τον αφέντη του.

Ανάμεσα στάλλα είταν ένα λευκό σκυλάκι από πορσελλάνη, που είχε μια φούντα στην ουρά και κρατούσε μια μικρή παντούφλα στο στόμα. Είτανε πολύ παλαιό πράμα κι ο μπαμπάς το είχε από τη μητέρα του, που τα είχε πάλι χάρισμα από τη νουνά της, όταν είτανε δυο χρονών.

Και πίσω το κορμί γιγάντιο, μελαψό, με τα φτερούγια του ανοιχτά πέραδώθε, με την ουρά γοργογύριστη σαν έλικας βαποριού έφευγεν εμπρός και αφροκοπούσαν τα νερά δαρτά και σκοτωμένα στο διάβα του. Τα ψάρια έτρεχαν κοπάδι, έφευγαν με τρελά πηδήματα αισθαντικά στον κίνδυνο και τον χαμό.

Και ταγρίμια του βουνού μεριάζανε ακόμα στο διάβα του και στις ερημικές τις στάνες ταγριόσκυλλα τονέ ζυγώνανε σκυφτά και ταπεινά, κουνώντας την ουρά τους. Ένα πρωί ο γέρος ο βασιλιάς έκραξε το παιδί του και το φίλησε στο κούτελο. Το κάθισε σιμά του σε χρυσό θρονί και του είπε: — Άκουσε, παιδί μου, αυτά που θα σου πω, και νάχης την ευχή μου. Σήμερα είναι μεγάλη μέρα.

Καλά την ήξερε τη Χημεία ο Καθηγητής, και τους άρεσε πολύ των Πολίτιδων η Χημεία. Μιάμιση ώρα κάθουνταν εδώ και τον άκουγαν. Βλέπεις; από την ουρά έπιασε τη δουλειά κι ο Πολίτης. Αρχίζει την εθνική προκοπή από κει που την τελειώνουν οι άλλοι.

Και το χειρότερον ήτο, ότι ο δυστυχής υπηρέτης προσπαθών και καλά να κατακτήση την εύνοιάν της επολλαπλασίαζε τους σ ά λ τ ο υ ς και ταις τ ο ύ μ π α ι ς αυτού, υποκλινόμενος ούτω πιθηκιστικώς, ώστε εκορύφωσε, κατ' αυτάς έτι τας πρώτας ημέρας, την εναντίον αυτού αγανάκτησιν της μητρός μου, ήτις και τον εβάπτισε με το όνομα της σεισοπυγίδος, διότι, έλεγεν, είχε θ η λ υ κ ό, τουτέστι καταξύριστον πρόσωπον και δεν ημπορούσε να σταθή στα ξ ε ρ ά του, χωρίς να σκύψη το κεφάλι και να σείση την ουρά του.