United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αθέλητα όμως είχαν ταραχθή τα νεύρα του και το μυαλό εσταμάτησεν απότομα, όπως σταματά, η μηχανή, το βαπόρι μ' ένα κατέβασμα της λάμας. Δεν εδούλευε καθόλου π' ανάθεμά το! Εδιάβαιναν εμπρός του πλήθος τα πειράγματα όμως συγχισμένα, κουλουριασμένα σαν αρμαθιά χελιών που δεν γνωρίζεις πού η ουρά τελειώνει και πούθε αρχίζει το κεφάλι.

Είχε κεφάλι πελωρίου φειδιού, μάτια κόκκινα σαν κάρβουνα αναμμένα, κέρατα στο κούτελο, αυτιά μακρυά και τριχωτά, νύχια λέοντα, ουρά ερπετού, και το σώμα του ήταν λεπιδωτό. Ο Τριστάνος έρριξε κατά πάνω του το άτι με τέτοια δύναμι, ώστε κείνο, με της τρίχες ολόρθες από τον τρόμο, ώρμησε μολαταύτα κατά του τέρατος. Το κοντάρι του Τριστάνου χτυπάει απάνου στα χοντρά λέπια και γίνεται κομμάτια.

Δύναται και η ουρά σου ν' απαστράπτη εις τον ήλιον, και το στέμμα σου να θαυμάζεται· εφ' όσον έτι δεν ελάλησες, δεν έδειξες τι πετεινός είσαι.

Τότε έγινε ξανά χαρούμενος γιατί γνώρισε το δρόμο και γιατί ο σκύλος ρουθούνισε, κούνησε την κομένη ουρά του κ' ήθελε να γυρίση σπίτι. Κι άξαφνα άρχισε να ποθή τη μαμά και τότε θυμήθηκε τα κίτρινα λουλούδια, που κρατούσε στο χέρι. Αργά και προσεχτικά βάδιζε τώρα προς το σπίτι κ' ίσως μόλις τώρα να θυμήθηκε αόριστα πως δεν έπρεπε να φύγη από το σπίτι.

Και αληθινά έμοιαζε για ψεύτικη. Ήταν η ομορφώτερη που είδα στη ζωή μου! Το πούπουλο της με γραμμές ρεβιθιές, λιγότερες στο πεταχτό στήθος, πυκνώτερες στα φτερά και τη ράχη, εγυάλιζε σαν καθαρό μετάξι κ' εκατέβαινε άψεγο, χιονάτο στα ψαλιδωτά ακροφτέρια, που έσμιγαν με την ουρά κ' έπεφταν πλατομαντήλα, στα δασωμένα καλαμοπόδαρά της. Και ήταν αληθινά φεγγαροπρόσωπη!

Πώς ομιλείτε έτσι περί του Χρυσίππου, είπεν, ανασηκωθείς ο Ζηνόθεμις, με φοβεράν φωνήν, και πώς κρίνετε τον Κλεάνθην και τον Ζήνωνα, σοφούς αληθινούς από άνθρωπον ως ο Ετοιμοκλής, ο οποίος δεν είνε αληθής φιλόσοφος, αλλ' αγύρτης; Αλλά και ποίοι είσθε σεις οι οποίοι ομιλείτε κατ' αυτόν τον τρόπον; Δεν είσαι συ, Έρμων, που έκοψες και έκλεψες τους χρυσούς πλοκάμους των Διοσκούρων, διά το οποίον και θα δικασθής και θα παραδοθής εις τον δήμιον; Και συ, Κλεόδημε, δεν συνελήφθης να μοιχεύης την γυναίκα του μαθητού σου Σωστράτου και δεν έπαθες τα αίσχιστα ; Διατί δεν σιωπάτε, αφού γνωρίζετε ότι έχετε την ουρά σας κομμένην; Δεν είμαι εγώ μαστρωπός της γυναικός μου, είπεν ο Κλεόδημος, όπως εσύ, ούτε κατεχράσθην τα χρήματα τα οποία μου ενεπιστεύθη ο ξένος μαθητής και έπειτα ωρκίσθηκα εις την Πολιούχον ότι δεν τα έλαβα, ούτε δανείζω με τόκον τεσσάρων δραχμών κατά μήνα , ούτε πνίγω τους μαθητάς εάν δεν μου δώσουν εγκαίρως τον μισθόν της διδασκαλίας.

Τέλος και το μεγαλήτερο απ' όλα εκείνα τα μνημεία, το κολοσσένιο άγαλμα του θεού, που λέγουν πως είταν έξοχο πράμα. Από λογής λογής μέταλλα χυμένο, σκήφτρο στο χέρι, και καθισμένο σε θρόνο σαν Ολύμπιος Δίας· κανίστρι στο κεφάλι, και στο δεξί του χέρι φείδι με τρεις ουρές· κ' η κάθε ουρά τέλειωνε πάλι με τρία κεφάλια· ένα σκύλος, ένα λιοντάρι, κ' ένα λύκος.

Ο Θεόδωρος τον παρετήρει έκπληκτος. — Σαν να τον γνωρίζω, μου φαίνεται, αυτόν τον σκύλο, είπε. Τίνος είνε; Τίνος είνε; Και επροσπάθει ν' αναμνησθή. Αλλ' εδυσκολεύετο. — Κάποιου φίλου μου θα είνε βέβαια, έλεγε. Μπα! και θέλει θεολογία πως είνε φίλου μου; Αφού έρχεται και μου σει την ουρά. Μεγάλο πράγμα πώς το κατάλαβα! Αλλά τίνος να είνε;

Στο σπίτι του κυνηγού είταν πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά το Γκεσουλάκι, αν κι' αγαπούσε όλη τη φαμίλια κι' όλο το σπίτι, κι' όλα τα ζώα του σπιτιού, ως και τες κόττες ακόμα, γιατί μια μέρα ρίχτηκε να ξεσκίση ένα γειτονικόν πετεινό, που κυνηγούσε ένα πετεινάρι του σπιτιού, και πρόφτασε να του βγάλη μόνο την ουρά, αγαπούσε όμως πλειότερο απ' όλους κι' απ' όλα τον κυνηγό.