United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α δε βρω να την πουλήσω να κάμω χαρτσ'λήκι, την ξεφαντώνουμε κανένα μεσ'μέρι με την παρέα, εδώ. — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ισχυρογνώμων ο Στάθης. . . . Ελάτε, παιδιά, να μη χασομερούμε. Έφεραν μακρόν σχοινίον δέκα οργυιών. Έδεσαν την μίαν άκρην εις μέγαν κορμόν πελωρίου σχοίνου, βάλλοντος δίπλα εις το παρεκκλήσιον.

Εις την θέαν της λιποθύμου κόρης, ήτις προ του πελωρίου σώματος του Λιγειέως εφαίνετο ως μικρά παιδίσκη, η συγκίνησις κατέλαβε το πλήθος, τους ιππότας και τους συγκλητικούς. Το πλήθος ενόμιζεν ότι ήτο πατήρ ζητών χάριν διά το τέκνον του. Ο οίκτος εξέσπασεν ως φλοξ.

Την έκαμε πάλι την αναποδιά! εφώναξέ τις εκ του πλήθους. Και τριγμός απαίσιος ιδού ακούεται, ως θραυομένων ξηρών οστέων πελωρίου σκελετού δεξιά και αριστερά του πλοίου. Ο κρεοπώλης έρριψε την σάλπιγγά του. Οι περισυναχθέντες νησιώται ήθελαν μεν να γελάσωσι με την ιδιοτροπίαν του αναποδιασμένου αλλ' όχι και μέχρι τοσούτου, ώστε να επακολούθηση δυστύχημα, θλιβερόν πάντοτε.

Εστάθη πολλήν ώραν εκεί, εκάθισεν επί της ουράς του μακρού πελωρίου κανονίου, ρεμβάζων, αγναντεύων το βαθύ γαλανόν πέλαγος, και τα άσπρα πετρώδη νησιά, κατοικίας των θαλασσαετών και των γλάρων, ακούων τον ρόγχον των κυμάτων εις τους πόδας του Κάστρου, όπου είνε γιγαντιαίος μονοκόμματος βράχος με δέκα σπιθαμές χώμα στρωμένον επί της κορυφής και της κυματοειδούς πτυχής του, ως πεντακοσίας οργυιάς ύψος από της θαλάσσης.

Είχε κεφάλι πελωρίου φειδιού, μάτια κόκκινα σαν κάρβουνα αναμμένα, κέρατα στο κούτελο, αυτιά μακρυά και τριχωτά, νύχια λέοντα, ουρά ερπετού, και το σώμα του ήταν λεπιδωτό. Ο Τριστάνος έρριξε κατά πάνω του το άτι με τέτοια δύναμι, ώστε κείνο, με της τρίχες ολόρθες από τον τρόμο, ώρμησε μολαταύτα κατά του τέρατος. Το κοντάρι του Τριστάνου χτυπάει απάνου στα χοντρά λέπια και γίνεται κομμάτια.

Φάσμα πελώριου ενώπιον αυτής ανυψώθη και της αφήρεσε το έγχος, εστράφη δε προς εμέ και είπε: — Τούτο θα κατέχω εγώ. Είνε του κόσμου η κλεις, η ανοίγουσα και την εμπροσθίαν και την οπισθίαν θύραν. Θα ήνοιγεν αύτη την πρώτην· εγώ θ' ανοίξω την δευτέραν. Πύλην του κόσμου θ' αναπετάσω, αδιάφορον ποίαν και πώς. Και εχάθη και πάλιν ανεφάνη.

Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνους της, έμελπον τρελλά τραγούδια . . . Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου . . . Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθή καλά την νύκτα. Ο ύπνος μου έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακόκκινων, ο Μορφεύς ήλθε και μ' εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνας, ως εις περίεργον παιδίον.

Θα σου χαρίσω την Καπερναούμ, την πεδιάδα της Τιβεριάδος, τα φρούριά μου, το ήμισυ του βασιλείου μου». Εκείνη ερρίφθη επί των χειρών της με τα πέλματα εις τον αέρα διέτρεξεν ούτω την εξέδραν δίκην πελωρίου κανθάρου, και εσταμάτησεν αποτόμως. Ο τράχηλος και οι σπόνδυλοι της εσχημάτιζον ορθογώνιον.

Ενώ ο ιερεύς έλεγεν ομαλή τη φωνή τα ειρηνικά, και ηύχετο υπέρ της ευσταθείας των εκκλησιών, ευφορίας των καρπών της γης, κτλ. όπισθεν του πρώτου πελωρίου κορμού της χιλιετούς δρυός, ον τρεις άνδρες συνάπτοντες τας οργυιάς, μόλις ηδύναντο ν' αγκαλιάσωσιν, ηκούετο βραχύς διάλογος, οίος ο εξής, μεταξύ τριών ή τεσσάρων αιπόλων, ων ο πρώτος, Γιάννης ο Κούτρης, έλυεν απαντών τας απορίας των άλλων.