United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο Ντινάς σηκώθηκε: «Βασιληά, ξαναγυρίζω στο Λιντάν, και παραιτούμαι από την υπηρεσία σου». Κ' ενώ η Ιζόλδη του στέλνει θλιβερό μειδίαμα, ανεβαίνει στο άτι του κι' απομακρύνεται, περίλυπος και σκυθρωπός, με το κεφάλι σκυφτό. Όρθια στέκει η Ιζόλδη κοντά στην πυρά. Το πλήθος γύρω, φωνάζει, καταριέται το Βασιληά, καταριέται τους προδότες. Δάκρυα βρέχουν το πρόσωπό της.

Είχε κεφάλι πελωρίου φειδιού, μάτια κόκκινα σαν κάρβουνα αναμμένα, κέρατα στο κούτελο, αυτιά μακρυά και τριχωτά, νύχια λέοντα, ουρά ερπετού, και το σώμα του ήταν λεπιδωτό. Ο Τριστάνος έρριξε κατά πάνω του το άτι με τέτοια δύναμι, ώστε κείνο, με της τρίχες ολόρθες από τον τρόμο, ώρμησε μολαταύτα κατά του τέρατος. Το κοντάρι του Τριστάνου χτυπάει απάνου στα χοντρά λέπια και γίνεται κομμάτια.

Κέντα μια πόλην ώμορφην, εφτάλοφη, μεγάλη, Με κυπαρίσσια αρίφνητα, μ’ ολόχρυσα παλάτια, Με πύργους, κάστρα και τζαμιά κι’ ευρύχωρα λιμάνια.... Κέντα, σαν κέρατο χρυσό κι’ ένα βαθύ λιμάνι, Κι’ απάνω του δυο μακρυά γεφύρια κυρτωμένα, Γεμάτα κοσμοσυννεφιά, να πάη πέρα-δώθε.... Στο στόμα αυτού του λιμανιού και παραμέσα ακόμα, Και παραέξω στο βαθύ, που μοιάζει σαν ποτάμι, Κέντα βαρκούλες άμετρες, κέντα καράβια μύρια, Άλλα να τρέχουν με φωτιά κι’ άλλα με τον αγέρα, Άλλα να πάνε πίσωμπρος κι’ άλλα να σταματούνε, Ανθρώπους και φορτώματα να μπάζουν και να βγάζουν... Κι’ από την δέξια τη μεριά, στου λιμανιού το έβγα, Κέντα μια ράχην ώμορφη με σπίτια και παλάτια, Κι’ απάνω της καταρραχής μιαν Εκκλησιά μεγάλη, Με τετρακόσια σήμαντρα κι’ εξήντα δυο καμπάνες, Κάθε καμπάνα με παπά και σήμαντρο με διάκο . Κέντα μπροστά στην Εκκλησιά μια απέραντη πλατεία, Γεμάτη ελληνικό στρατό, πεζούρα και καβάλλα, Σημαίες και σπαθιά γυμνά, ντουφέκια και κανόνια, Κι’ εμπρός στη θύρα την τρανή, στη μεσιανή τη θύρα, Κέντα φρουρά περίφανη, σε δυο γραμμές μεγάλες, Δυο τάγματα ευζωνικά μ’ όλο παιδιά βουνίσια, Κατακαθάρια κι’ ώμορφα, μ’ αφράτες φουστανέλλες.... Και κάτω από την Εκκλησιά, μες στον πλατύ το δρόμο, Κέντα με νου και με καρδιά δυο μακρυά φουσάτα: Τώνα ντυμένο στα χρυσά, τ’ άλλο ντυμένο μαύρα.... Στο ένα, το χρυσόντυτο, να λάμπη ο Βασιλιάς μας, Καβάλλα σ’ άτι αράπικο, με το σπαθί βγαλμένο, Και στ’ άλλο ο Πατριάρχης μας με το σταυρό στο χέρι.. Κι’ ολόγυρα στην Εκκλησιά, σα σύννεφο μεγάλο, Κέντα χιλιάδες Χριστιανούς, παιδιά, γυναίκες, άντρες, Να προχωρούν, μ’ αλλαλαγμό, για νάμπουν όλοι μέσα Στην Εκκλησιά τη διάπλατη, στο μέγα Μαναστήρι, Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, που είταν κυνηγημένη, Τόσους αιώνες σκοτεινούς, τόσους αιώνες μαύρους... Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, το νιοΧριστόςανέστη»&.

Α, ναι, αυτές τις μέρες ακριβώς, όταν κάθομαι να γνέσω, μου φαίνεται ότι ακούω ποδοβολητά αλόγου… Να τος, είναι εκείνος, που πάει στο πανηγύρι, καβάλα στο μαύρο του άτι, με τα δισάκια γεμάτα…. Περνάει και με χαιρετά: Ποτόι, έρχεσαι καβάλα; Εμπρός, ξελογιάστραΣυγκινημένη μιμούνταν τη φωνή του ευγενούς νεκρού.

Οι φύλακες κι' ο Τριστάνος κατεβαίνουν στην πόλι, για τον τόπο της φωτιάς. Ένας καβαλλάρης τρέχει κατά πίσω τους, τους φτάνει, πηδάει από το άτι που τρέχει ακόμη. Είναι ο Ντινάς, ο καλός αυλάρχης. Στο άκουσμα των συμβάντων, άφησε αμέσως τον πύργο του Λιντάν. Ο αφρός, ο ιδρώτας, και το αίμα αυλάκια κυλάνε στα πλευρά του αλόγου του: «Υγιέ, πάω στο δικαστήριο του Βασιληά.

Μια μέρα μολαταύτα, ένας από τους άπιστους προδότες, ο Γκενελόν, — που καταραμένος νάναι από το Θεόπαρασύρθηκε από την ορμή του κυνηγίου, κι' ετόλμησε να προχωρήση μέχρι απ' έξω από το δάσος του Μορουά. Εκείνο το πρωί, στην παρυφή του δάσους, ο Γκορνεβάλης είχε ξεσελλώσει το άτι του και τάφησε να βόσκη στη δροσερή χλόη.

Άμα καλυτέρεψε λιγάκι, τούδωκε δρόμο. Σαλπάρησε για την πατρίδα. Αφήκανε τη Μαρσίλια με καλόν καιρό. Απόξω από το Σπαρτιβέντο ο καιρός άρχισε να χαλάη τα μούτρα του, Το γύρισε στη νοτιά. Στην αρχή ο σορόκος αδύνατος με κουφοθάλασσα. Όσο πήγαινε άρχισε να δυναμώνη. Η «Αθηνά» ταξίδευε παλληκαρίσια με τις κάτω γάπιες, καβαλλίκευε το κύμα σαν άτι. Ο καιρός όλο και δυνάμωνε.

Προς το υπερήφανον τούτο άτι ένα μόνον ίππον γνωρίζομεν δυνάμενον να συγκριθή, τον της Γραφής, όστις ακούων κακείνος τον πόλεμον, « γαυριά, εκπορεύεται εις πεδίον και σάλπιγγος ηχούσης ερεί· Εύγε! »

ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Κυρία, από το παλάτι ήρθεν ο Μίμος πάνω στου στρατηγού το άτι. Σε περιμένει ο Μαξέντιος μέσα στον κήπο όπου ταχτικά τον συναντάς την νύχτα. . . Να του πουν πως λείπω. Πως βρίσκομαι στης μάγισσας Θαΐδος τη σπηλιά και θα γυρίσω με τα φίλτρα. Μιλιά του Γρύλλου μη τυχόν και του ξεφύγη. Γρήγορα, πες του να καβαλικέψει και να φύγη! Τώρα εγώ εδώ προστάζω!

Σηκώνεται αμέσως ο Τριστάνος, με το γυαλιστερό σπαθί στο χέρι: «Άναντρε, φωνάζει, ο κακός θάνατος θε ναύρη κείνον π' αφίνει τον κύριο για να χτυπήση το άλογο. Δε θα βγης ζωντανός απ' αυτό το λειβάδι. — Μου φαίνεται πώς δε λέτε αλήθεια! απάντησε ο Ριόλ, σπρώχνοντας κατ' απάνω του το άτι.