United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κέντα μια πόλην ώμορφην, εφτάλοφη, μεγάλη, Με κυπαρίσσια αρίφνητα, μ’ ολόχρυσα παλάτια, Με πύργους, κάστρα και τζαμιά κι’ ευρύχωρα λιμάνια.... Κέντα, σαν κέρατο χρυσό κι’ ένα βαθύ λιμάνι, Κι’ απάνω του δυο μακρυά γεφύρια κυρτωμένα, Γεμάτα κοσμοσυννεφιά, να πάη πέρα-δώθε.... Στο στόμα αυτού του λιμανιού και παραμέσα ακόμα, Και παραέξω στο βαθύ, που μοιάζει σαν ποτάμι, Κέντα βαρκούλες άμετρες, κέντα καράβια μύρια, Άλλα να τρέχουν με φωτιά κι’ άλλα με τον αγέρα, Άλλα να πάνε πίσωμπρος κι’ άλλα να σταματούνε, Ανθρώπους και φορτώματα να μπάζουν και να βγάζουν... Κι’ από την δέξια τη μεριά, στου λιμανιού το έβγα, Κέντα μια ράχην ώμορφη με σπίτια και παλάτια, Κι’ απάνω της καταρραχής μιαν Εκκλησιά μεγάλη, Με τετρακόσια σήμαντρα κι’ εξήντα δυο καμπάνες, Κάθε καμπάνα με παπά και σήμαντρο με διάκο . Κέντα μπροστά στην Εκκλησιά μια απέραντη πλατεία, Γεμάτη ελληνικό στρατό, πεζούρα και καβάλλα, Σημαίες και σπαθιά γυμνά, ντουφέκια και κανόνια, Κι’ εμπρός στη θύρα την τρανή, στη μεσιανή τη θύρα, Κέντα φρουρά περίφανη, σε δυο γραμμές μεγάλες, Δυο τάγματα ευζωνικά μ’ όλο παιδιά βουνίσια, Κατακαθάρια κι’ ώμορφα, μ’ αφράτες φουστανέλλες.... Και κάτω από την Εκκλησιά, μες στον πλατύ το δρόμο, Κέντα με νου και με καρδιά δυο μακρυά φουσάτα: Τώνα ντυμένο στα χρυσά, τ’ άλλο ντυμένο μαύρα.... Στο ένα, το χρυσόντυτο, να λάμπη ο Βασιλιάς μας, Καβάλλα σ’ άτι αράπικο, με το σπαθί βγαλμένο, Και στ’ άλλο ο Πατριάρχης μας με το σταυρό στο χέρι.. Κι’ ολόγυρα στην Εκκλησιά, σα σύννεφο μεγάλο, Κέντα χιλιάδες Χριστιανούς, παιδιά, γυναίκες, άντρες, Να προχωρούν, μ’ αλλαλαγμό, για νάμπουν όλοι μέσα Στην Εκκλησιά τη διάπλατη, στο μέγα Μαναστήρι, Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, που είταν κυνηγημένη, Τόσους αιώνες σκοτεινούς, τόσους αιώνες μαύρους... Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, το νιοΧριστόςανέστη»&.

Ε! είμαστε πάτσι τώρα· πάτσι κι απαγάι δε λέω καλά; — Και να συλλογιστώ πως δυο λεφτά πριν τους κακογλωσσίζαμε. — Σουτ! σκασμός μη σ' ακούσουνε! Το κεφάλι μου βάνω πως κάτι καλό θα βγάλη το κίνημα τους. Ήμαρτον, Θε μου, μη μας συνεριστής. Κλαίγανε κ' οι δυο τους από χαρά. Μα στην ίδια θέση βρισκότανε κ' η Ελπίδα.

Ελάτε ολόγυρά μου Και γονατίσετε μ' εμέ. Ο κόσμος στη χαρά του Είν' ανθοστόλιστη εκκλησιά, κ' εδώ μας παραστέκει Εκείνος που την έχτισε, για να τον προσκυνούμεΉτανε νύχτα. Τα βουνά, η λαγκαδιαίς, τα δέντρα, Η βρύσαις, τ' αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ' αγέρι, Στέκουν βουβά ν' ακούσουνε, την προσευχή του Διάκου.

Και όμως θέλει και πρέπει να το κρατήση. Είνε μεγάλο κατόρθωμα. Ένας πρόγονος του Ευμορφόπουλου το είπε τόσο δυνατά και τόσο μεγαλόπρεπα σ' ένα του λόγο Επιτάφιο. «Εκείνο που μας άφησαν οι παππούδες μας, είπε, δεν το χάσαμε παρά το μεγαλώσαμε κι όλας». Τι ευτυχισμένοι άνθρωποι αληθινά! Εκείνος που είνε σε θέση να το ειπή κ' εκείνοι που μπορούνε να τ' ακούσουνε χωρίς απιστιά.

Το συγγενολόγι του κυρ Θωμά μήτε να την ακούσουνε δεν ήθελαν. Μέσα στα ρομάνια εκείνου του κάμπου την έπιασαν τη δύστηνη οι πόνοι μια μέρα! Είταν οι πόνοι της άνομής της αγάπης. Καλά που δεν πρόφταξε να γεννηθή το κακόμοιρο το παιδί. Το πήρε μαζί της η μάννα, και πήγανε στον άλλον τον κόσμο.

Τι είναι ντροπής ν' ακούσουνε αφτό και τα παιδιά μας, έτσι άδικα τέτιος λαός των Αχαιών και τόσος 120 να πολεμά ανωφέλεφτο σεφέρι με μια χούφτα μονάχα οχτρούς, κι' άκρη καμιά δε φάνηκε ως στα τώρα.

Το ξέρεις πως θα φρενιάσουν, και γι' αυτό μου το λες. Μήτε να την ακούσουνε δε θα καταδεχτούν τη φτωχική προξενειά μου. Με τρώγ' η αγάπη σου, Αρετούλα, και σωτηριά πια δε βλέπω άλλη παρά το ναι σου και την κρύφια στεφάνωση. Αρετ. Να μην τύχη και σε ξανακούσω, καημένε! Να με κλέψη, λέει! Χριστός και Παναγιά! Στεφ.