Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του, Πηδά χαλάσματα και λαγκαδιαίς, Πέρνει το λείψανοτην αγκαλιά του... Κάλλιοτην πλάτη του χίλιαις βολιαίς. Αγριοπρίναρα, παλούρια, βάτοι, Τη σάρκα τώτρωγαν, όθε διαβή. Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι, Εμπρός τρισκότειδο, και πίσω εχθροί. 'Σ το χιόνι εβάλτονε το παλληκάρι, Τη γλώσσα τώφρυγε δίψα σκληρή, Νύχτα θεότυφλη χωρίς φεγγάρι Και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.

Πόσαις φοραίς ακουμπιστός απάνω 'στο τουφέκι, ωσάν ακοίμητος φρουρός πολεμικής ειρήνης, πότε 'μπροστά μου έβλεπα τον Πόλεμο να στέκη, και άλλοτε τον Έρωτα με πρόσωπο γαλήνης. Ωνειρευόμουν αίματα, ωνειρευόμουν γάμους, κρεββάτια μες' στης λαγκαδιαίς και νυμφικούς θαλάμους.

Προτού να βασιλέψη Το δρέπανο του φεγγαριούενός βουνού τη ράχη Εστάθηκε για μια στιγμή και πικραμένο ρίχνει Την ύστερή του τη ματιάτο έρμο το Ζητούνι. Εμαύρισαν η λαγκαδιαίς. 'Σ το μελανό του κύμα Ταγέρι πνίγει τα σπαρτά, τα δέντρα, τα λιβάδια, Γένονται θάλασσα η στερηαίς, λες ότι αυτό το βράδυ Ήρθε με δυο μεσάνυχτα κι' αργεί να ξημερώση.

'Στο πλευρό της Δημοπούλας της περίμορφης! Η ΦΛΟΓΕΡΑ κ. Ν. Πουρναρά. — Ήσυχα πούναι τα βουνά, ήσυχοι πούναι οι κάμποι Ήσυχαις πούναι η λαγκαδιαίς και τα κλαριά κι' η βρύσαις, Ήσυχαις πούναι κ' η σπηλιαίς! Κι αυτά τα νυχτοπούλια Γρήγορ' απόψε κούρνιασαν τα μαύρα και δεν σκούζουν.

Ελάτε ολόγυρά μου Και γονατίσετε μ' εμέ. Ο κόσμος στη χαρά του Είν' ανθοστόλιστη εκκλησιά, κ' εδώ μας παραστέκει Εκείνος που την έχτισε, για να τον προσκυνούμεΉτανε νύχτα. Τα βουνά, η λαγκαδιαίς, τα δέντρα, Η βρύσαις, τ' αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ' αγέρι, Στέκουν βουβά ν' ακούσουνε, την προσευχή του Διάκου.

Και συ φλογέρα μου, γιατί, γιατί δεν ησυχάζεις; Τ' έχεις καϋμένη, και βογγάς και κλαις κι' αναστενάζεις, 'Σ όλην αυτή την ερημιά, 'ς όλην αυτή τη νύχτα, Και λες τραγούδι φλίβερο και παραπονεμένο, Και τον αντίλαλο ξυπνάς 'ςταίς λαγκαδιαίς, 'ςτά δάση, Ξυπνάς κι' από τον ύπνο της την ώμορφη την πλάσι;... Ξύλο δεν ήσουν άλλαλο κι' ανώφελη βεργούλα, Κ' εγώ ο μαύρος σου χάρισα ακέρηα την ψυχή μου; Σώδωκα αθάνατη φωνή και πόνο και γλυκάδα, Που σε ζηλεύουν σαν σ' ακούν ακόμα και τ' αηδόνια.

Κι' όθε περάση ο ίσκιος μου, ορίζω εγώ... Το ξέρει. — Πόλεμο θέλω... πόλεμο... Ποιος είσαι συ που κρένεις; — Πιστεύω, ό,τι πιστεύετε... — Αφωρεσμένος νάσαι Πώχεις ψυχήτη γλώσσα μας, 'ς αυτόν τον Άγιον Τάφο Να βλαστημήσης προδοσαίς... Αφωρεσμένος νάσαι... Κι' ο αντίλαλος εφτά φοραίς από σπηληαίς σε βράχους Από βουνά σε λαγκαδιαίς φαρμάκεψε ταγέρι Μ' εκείνον τον αφορεσμό.

Για ιδές θερίστραις, πιστικαίς, ολημερίς γυρνάνε 'Στά ρέμματα, 'ςταίς λαγκαδιαίς, 'ςτούς κάμπους και 'ςτά πλάια Με τον καλό τους 'ςτό πλευρό και με μικρά 'ςτά χέρια. Κ' εγώ, κλεισμένη μοναχή 'ψηλά 'ςτά κορφοβούνια, Τα λερωμένα του σκουτιά 'μπεζέρισα να πλένω.

Ω, πόση νοιώθη αλάφρωσι ο πεζοδρόμος πόση 'Σάν από βράχια και βουνά και λαγκαδιαίς γλυτώση. Καιτο μικρό καλύβι του το βράδυ-βράδυ φθάση! Κι' ο άνθρωπος, ταξειδευτής του κόσμου, 'σάν περάση Ταις τόσαις του κακοτοπιαίς, τα τόσα του τα πάθηα, Ω, πόση βρίσκει αλάφρωσιτης Εκκλησιάς τα βάθηα 'Στά βάθηα του μοναστηριού! Ω, πόση η πονεμένη Ψυχή βρίσκει ανάπαυσιεσένα αφιερωμένη, Θρησκεία!

Την πορφύρα, Οπού την χρυσοκέντησαν του παλατιού η παρθέναις, Του λόγγου τ' αγριοπρίναρα κ' η αρηαίς την είχαν σχίσει Κ' εσέρνουντανταις λαγκαδιαίς κομμάτια. Όμως τα νειάτα Τ' αθάνατα, τα δροσερά, κ' η θεϊκή ωμορφιά της Άγγιχτα, απείραχτα έμεναν καιτο θερμό του κάμπου Καιτου βουνού την παγωνιά, κ' έλαμπε όθε περνούσε Ωσάν ουρανογέννητη θεά, 'σαν νύμφη αρχαία.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν