United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επροσκύνησε τας αγίας εικόνας γαλήνιος, και εκάθισεν εις το στασιδάκι ν' αναπαυθή από τον δρόμον. Η αγία Πύλη ήτο κλεισμένη με μια ποδιά από τσίτι γαλάζιο με κλαδάκια άσπρα, σαν να τα είχαν κολλήσει απάνω, έτσι για στόλισμα, λουλουδάκια άσπρα του βουνού. Ομοία ποδιά έφραζε και την άλλην θύραν του ιερού.

Δεν την άκουγα την τρεμουλιαστή τη φωνή της καθώς τότες που διάβαζε στην τάξη των κοριτσιών. Δεν την είχα πια αντίκρυ μου να με περεχά με το φως της. Είταν κλεισμένη πια τώρα στο σπίτι της, και δεν τη συχνόβλεπε μήτε η Αννούλα. Όχι· την έβλεπα μες στο νου μου, και την είχα πάντα μες στην καρδιά μου.

Δεν πιστεύω να το ειξεύρη, απήντησεν ο Σκούντας. Αλλά δείξατε μοι, παρακαλώ, το δωμάτιόν της. — Αυτή είνε κλεισμένη μέσα, είπεν η Βεάτη. Τι την θέλεις; Πώς την ζητείς; — Είνε κλεισμένη; επανέλαβεν ο Σκούντας. Και δεν εξέρχεται ποτέ; — Εγώ δεν την έχω ιδεί ακόμα, είπεν η Βεάτη. — Δεν την έχεις ιδεί; Λοιπόν είνε φυλακωμένη; — Την είδα από την κλειδότρυπα μόνον, είπε μηχανικώς η Βεάτη.

Όταν όμως σωθούν αι αμαρτίες μας, κι’ ανατείλη η μέρα, που θα ελευτερωθή η Πόλη, ο Παπάς εκείνος, που μένει από τότε κλεισμένος και ζωντανός κάπου, θα ξαναγυρίση στην Αγιά Σοφιά, από την ίδια θυροπούλα, που βρίσκεται ως τα σήμερα κλεισμένη, ιεροφορεμένος, ξεσκούφωτος και κρατώντας στα χέρια του το άγιο δισκοπότηρο με την &Κοινωνιά&, και θα εξακολουθήση τη λειτουργιά, που δεν είχε αποτελειώσει, λέγοντας τα γράμματα, που υπολείπονται, και τη στιγμή, που θα ειπή το: &«Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς.

Έπειτα εζήτησε φιάλην όταν δε του εδόθη, την εισήγαγεν εις το νερόν και μετά του νερού και του πηλού ανέσυρε το αυγόν, εις το οποίον ήτο κλεισμένος ο θεός του. Ήτο δε η οπή του αυγού κλεισμένη με κηρόν λευκόν και ψιμύθιον λαβών δε αυτό εις τας χείρας του είπεν ότι εκράτει τον Ασκληπιόν. Οι παριστάμενοι παρετήρουν τα γινόμενα και εθαύμαζον προ πάντων διά την ανακάλυψιν του αυγού εις το νερόν.

Κοτσίφια γύρω στα κλαδιά και κίχλες τραγουδούνε, προς τον αέρα και στο φως σκορπούν σκοπό φαιδρό· και τα ελάτια ολόγυρα τη θλίψη τους ξεχνούνε, θαρρείς, μπροστά στο ολόφωτο της λίμνης το νερό. Αυγή, είσαι συ που μέσα μου σε νιώθω όλη χυμένη, στο στήθος μου ως να βλάστησαν τα φύτρα σου χλωρά, ή εσείς, που κάθε μου χαρά σε σας έχω κλεισμένη, ωραία μάτια, μου σκορπάτε εδώ τόση χαρά;

Ξέρω μονάχα πως εκεί πια δεν είναι κλεισμένη, μόνο τώρα πετάει αψηλά, και κατεβαίνει κάποτες και με παίρνει από το χέρι σα χάνουμαι στου κόσμου την καταχνιά, και με φέρνει σε στασίδι που δεν το αξίζω. Ας σταθούμε δω πέρα λιγάκι. Ας απλώσουμε το χαλί μας, κι ας κάμουμε το ναμάζι μας.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Συ είσαι, Διομήδη; σύρε το ξίφος σου και κτύπησέ με έως ότου ν' αποθάνω. ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Υπέρτατε κύριε, η κυρία μου Κλεοπάτρα μ' έστειλε προς σε. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πότε σε έστειλε; ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Τώρα, στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού είναι; ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Κλεισμένη εις τον τάφον της. Είχεν οδυνηράν προαίσθησιν των συμβάντων.

Δύο-τρεις παράγκαι μανάβιδων ημιάνοιξαν μίαν σανίδα, διά να ψωνίσουν οι αμελείς τα σαλατικά των και τας οπώρας των· και έλαμπε κλεισμένη μέσα η διακόσμησίς των η εντελής, ως νύμφη κρυμμένη.

Εγώ διά περιέργειάν μου το ανοίγω, και μέσα εις αυτό βλέπω ένα δακτυλίδι μιας εξαισίας ωραιότητος, και ένα κουτάκι χρυσό, εις το οποίον ήτο κλεισμένη μια εικόνα γυναικός.