United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οδυνηράν θλίψιν αισθανθείς έπεμψε να επιπλήξη το μαντείον, παραπονούμενος ότι ο μεν πατήρ του και ο θείος του κλείσαντες τους ναούς, αποβαλόντες της μνήμης των τους θεούς, πιέζοντες τους ανθρώπους, έζησαν πολύν χρόνον, αυτός δε, ευσεβής ων, μέλλει να αποθάνη ταχέως.

Δύο ημέρας μετά την οδυνηράν εκείνην αγρυπνίαν επιστρέψας εκ του γραφείου μου κατά τι ενωρίτερα του συνήθους είδα την Χριστίναν αλλάσσουσαν όψιν και σπεύδουσαν να κρύψη χαρτίον τι, το οποίον εκράτει, όπισθεν του καθρέπτου. Ο νους μου υπήγεν αμέσως εις τον Βιτούρην, και την υποψίαν μου ότι η επιστολή ήτο ιδική του μετέβαλεν εις βεβαιότητα η αυξάνουσα της γυναικός μου σύγχισις και στενοχώρια.

Αλλά τόρα όστις φονεύση τον συγγενέστερόν του και καθώς λέγομεν τον φίλτατόν του τι πρέπει να πάθη; Εννοώ δε όστις φονεύση τον εαυτόν του και τον στερήση την μοίραν του πεπρωμένου διά της βίας, χωρίς ούτε η πόλις να το επιβάλη ως τιμωρίαν ούτε αυτός να υποκύπτη εις την οδυνηράν δυστυχίαν η οποία τον εκυρίευσε, ούτε να του έλθη κάποιος αθεράπευτος και αβίωτος εξευτελισμός, αλλά από οκνηρίαν και ανανδρίαν και δειλίαν επιβάλλων εις τον εαυτόν του άδικον τιμωρίαν.

Άκουσε λοιπόν οδυνηράν ιστορίαν, και θα εννοήσης ότι το θαυμασιώτερον άσμα, είνε αλληλουχία των περισσοτέρων στεναγμών. . . Έν άνθος ηγάπησα, άνθος θαυμάσιον, από το χρώμα του οποίου εδανείζετο ολόκληρος η φύσις, του οποίου το άρωμα παραμένει εις την ψυχήν μου ακόμη και την μεθύσκει.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Συ είσαι, Διομήδη; σύρε το ξίφος σου και κτύπησέ με έως ότου ν' αποθάνω. ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Υπέρτατε κύριε, η κυρία μου Κλεοπάτρα μ' έστειλε προς σε. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πότε σε έστειλε; ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Τώρα, στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού είναι; ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Κλεισμένη εις τον τάφον της. Είχεν οδυνηράν προαίσθησιν των συμβάντων.

Εις αυτά η γυναικεία όσφρησις υπερβαίνει και την όσφρησιν ιχνευτού κυνός· μυρίζεται τα πράγματα απ' εδώ και πέραν και επιμένει εωσού τα εξιχνιάση. Κάτι εμυρίσθη λοιπόν, κάτι υπώπτευσε η κυρία Ομφάλη και αυτό το κάτι τη επροξένησεν οδυνηράν έκπληξιν. Εδιπλασίασε τας θωπείας της, χωρίς όμωςφρικτόν ειπείννα φέρη κανέν αποτέλεσμα!

Επρόκειτο να μεταβώ εις Μαριούπολιν, μετά διετή απουσίαν, παρά οικογενεία φίλη, σχεδόν συγγενή και ησθανόμην την συγκίνησιν εκείνην την γλυκείαν μεν, αλλά την οποίαν καθιστά σχεδόν οδυνηράν η ανυπομονησία.

Προσεπάθησα να φωνάξω· και προς τον σκοπόν αυτόν τα χείλη μου και η ξηρά γλώσσα εταράσσοντο συσπώμενααλλά κανείς ήχος δεν διέφυγεν από τα σπήλαια των πνευμόνων μου, οι οποίοι, σαν να επιέζοντο από το τρομερόν βάρος ενός όρους, ελαχάνιαζαν και έπαλλαν σαν την καρδιά μου, εις κάθε οδυνηράν και δύσκολον αναπνοήν.

Γιατρό, θα σου δώσω, γιατρό με το ψηλό καπέλλο, να σε πηγαίνη περίπατο, επανελάμβανε ζωηρότερον η καλή μήτηρ, διακόπτουσα την οδυνηράν ανάμνησιν. Και εκάγχαζον αι νεάνιδες και έτρωγον μπαμπακούλες και εκρότουν οι λοβοί του ξανθού αραβοσίτου εν τη τέφρα της εστίας επικροτούντες και αυτοί τας φαιδράς της μητρός αστειότητας. — Γελάτε Αρί-σείς, παρετήρει η μήτηρ. Μεθαύριο βλέπετε.

Εγώ θέλω καπετάνιο, παρεπονείτο η Φανιώ, παίζουσα και αστεϊζομένη, κ' έκαμνε πως κατέβαζε τάχα τα μούτρα, καταγινομένη εις της μπαμπακούλες. — Καπετάνιο! απεκρίνετο η Γερακούλα μετά τινος μυστικού πόνου· και εσιώπα, αφαιρουμένη εις τα ζωηρά της φλογός παιγνίδια. — ! ανεστέναξε τότε ο γέρων, ακούσας ως εν ονείρω την οδυνηράν λέξιν και αφυπνισθείς.