United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τόρα όστις φονεύση τον συγγενέστερόν του και καθώς λέγομεν τον φίλτατόν του τι πρέπει να πάθη; Εννοώ δε όστις φονεύση τον εαυτόν του και τον στερήση την μοίραν του πεπρωμένου διά της βίας, χωρίς ούτε η πόλις να το επιβάλη ως τιμωρίαν ούτε αυτός να υποκύπτη εις την οδυνηράν δυστυχίαν η οποία τον εκυρίευσε, ούτε να του έλθη κάποιος αθεράπευτος και αβίωτος εξευτελισμός, αλλά από οκνηρίαν και ανανδρίαν και δειλίαν επιβάλλων εις τον εαυτόν του άδικον τιμωρίαν.

Δεν ηξεύρω πως και διατί, αλλά τοσαύτη με είχε καταλάβει την παρελθούσαν εβδομάδα αδράνεια, τόσος βαρεμός κατά την εκφραστικωτάτην λέξιν του λαού, ώστε όχι μόνον η χειρ μου δεν ενετείνετο εις εργασίαν οιανδήποτε, αλλά και αυτός ο νους μου εβαρύνετο να σκεφθή. Δις μόλις και τρις προσεπάθησα να αποσείσω την οκνηρίαν μου, αλλά και πάλιν δεν το κατώρθωσα.

Η πυρκαϊά αυτή, την οποίαν περιγράφεις, δεν φλέγει αρκετά, το πυρ σου δεν καίει μετά σφοδρότητος. Μη ακούης τας κολακείας του Λουκιανού. Διά τοιούτους στίχους θα ανεγνώριζα εις αυτόν πνεύμα, όχι εις σε, διότι συ είσαι μεγαλείτερος από αυτούς. Δικαιούται κανείς να απαιτή περισσότερα από Σε, όστις έλαβες το παν από τους θεούς. Αλλά υπείκεις εις την οκνηρίαν.

Έτυχε μάλιστα την ημέραν εκείνην να έχουν ως ανάγνωσιν τον μύθον της μαϊμούς, η οποία δεν έξευρε πώς ανοίγουν το καρύδι ούτε εδοκίμασε να το μάθη, αλλά διά να μη κοπιάση το έρριψε και άλλος ωφελήθη από την οκνηρίαν της, το ήνοιξεν εκείνος και το έφαγε. Προικισμένη καθώς ήτο η Ανθούλα με πολύν νουν, δεν εδυσκολεύθη να εννοήση την παρομοίωσιν.

Εννοείται όμως ότι δεν το εξεμυστηρεύθην εις τον εξάδελφόν μου. — Νίκο, είπα προς αυτόν, ενώ εγερθείς ήδη επλύνετο και με επέπληττε διά την οκνηρίαν μου. Δεν είμαι εις τα καλά μου σήμερον. Προτιμώ να μείνω εδώ. Πήγαινε συ με τον Κύριον Σπυράκην. Το να προφασισθώ αδιαθεσίαν, ύστερον από τα δύο ατελεύτητα χθεσινά γεύματα, δεν ήτο δύσκολον. Το δύσκολον ήτο να πείσω τον Νίκον να με αφήση μόνον.

Ενώ έζησαν πάντοτε επί της γης και ουδόλως υπερέχουν ημάς τους άλλους οι οποίοι βαδίζομεν εδώ κάτω, αλλ' ούτε η όρασίς των είνε οξυτέρα και μερικοί μάλιστα από γήρας και οκνηρίαν δεν καλοβλέπουν, όμως έλεγαν ότι βλέπουν τα πέρατα του ουρανού, εμετρούσαν το μέγεθος και την απόστασιν του ηλίου, έφθαναν εις τα διαστήματα τα υπεράνω της σελήνης και ως να έπεσαν από τα άστρα ωμίλουν διά τα μεγέθη και τα σχήματά των.

Ούτως ημείς οι άγνωστοι άνθρωποι, όταν ίδωμεν κανένα ευημερούντα ή προκύπτοντα εις 'την εργασίαν του, αποδίδομεν το καλόν αυτό εις την τύχην, ως να θέλωμεν με τούτο να καλύψωμεν ή την οκνηρίαν μας ή την ευλάβειάν μας προς τον Παντοδύναμον Δημιουργόν, όστις κυβερνά πανσόφως τα πάντα, αποδίδων εκάστω κατά τα έργα αυτού και εις αυτόν ακόμη τον κόσμον.

Επομένως κανείς από τους θεούς δεν αμελεί από αργίαν και οκνηρίαν, διότι δεν έχει καμμίαν δειλίαν. Πολύ ορθά. Κανέν άλλο.

Διότι εις την θέσιν εκείνων τα οποία κρίνουν ως αγαθά προτιμούν τα ηδονικά, τα οποία είναι βλαβερά. Άλλοι δε πάλιν από δειλίαν ή οκνηρίαν παύουν να εκτελούν όσα θεωρούν ότι είναι τα καλλίτερα διά τον εαυτόν των. Όσοι δε πάλιν διέπραξαν πολλά και φρικτά, αυτοί μισούν τον εαυτόν των διά την κακίαν του, και αποφεύγουν την ζωήν και φονεύουν τον εαυτόν των.

ΑΜΛΕΤΟΣ Πόσην χαράν έχω ότι σας βλέπω και υγιείς· είν' ο Οράτιος ή ξέχασα τον εαυτόν μου; ΟΡΑΤΙΟΣ Εκείνος είμαι, και πάντοτε ο πτωχός σου δούλος, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι, ο καλός μου φίλος· θ' ανταλλάξω εκείνο το επίθετο με σε. Και τι λοιπόν, Οράτιε, τι σ' έφερ' εδώ τάχ' από την Βυττεμβέργην; — Ο Μάρκελλος ; ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Καλέ μου Κύριε, — ΟΡΑΤΙΟΣ Καλέ μου Κύριε, κλίσις προς την οκνηρίαν.