United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού εκρύβην επί εβδομάδα εις κοινόν τινα ξενώνα, επήγα λάθρα μίαν πρωίαν να ενταμώσω τον φίλον μου Νικόλαον τον Μπούκην. Φευ! τι έμαθα; Η μικρά Κούλα, ήτις ήγε τώρα το ενδέκατον έτος της ηλικίας της, ήτο άρρωστη βαρειά. Είχε δέκα ημέρας στο κρεββάτι, κι' ο ιατρός είπεν ότι ήτο κακός πυρετός, ίσως τυφοειδούς φύσεως.

Μεγίστη δε υπήρξεν η ευθυμία, και, το πάτωμα εκινδύνευσε να πέση από τον χορόν. Η χαρά εκείνη διήρκεσεν επί εβδομάδα. Τον γάμον αυτόν, έλεγεν η Αφέντρα, θα τον ενθυμείτο ακόμη διά πολύν καιρόν το χωρίον.

Μια μέρα ο πατέρας αρρώστησε και στην εβδομάδα απανωθιό έγεινε του θανάτου. Τη στιγμή, που θ' απέθνησκε είπε στο παιδί του, που κάθονταν στο προσκέφαλό του κι' έκλαιγε: — Μην κλαις, παιδί μου! Έτσ' είν' ο κόσμος. Ο γονιός πρέπει να πεθαίνη πρωτύτερα από το παιδί του, κι' αυτό είναι το καλύτερο. Αν πέθαιναν τα παιδιά πρωτύτερα από τους γονιούς τότε η πλάση θα χάνονταν.

Την μεν ημέραν πλην της επιμελείας του κήπου, είχε την παρασκευήν του φαγητού, και την πλύσιν καθ' εβδομάδα, την δ' εσπέραν μέχρι βαθείας νυκτός έρραπτεν, έπλενε και εμβάλωνε. Ότε δε οι γύφτοι εξύπνουν με την φωνήν του αλέκτορος, όπως αρχίσωσι την σφυρηλασίαν, αύτη απεκοιμάτο τότε.

Και αυτήν όμως την τελευταίαν εβδομάδα, ης αι άπληστοι Αθήναι θρηνούσι σήμερον χιονοσκεπείς την τραγικήν καταστροφήν, δεν εμείναμεν άγευστοι πλακούντων ουδέ άποτοι λεμονάδων.

Η Χαδούλα έκαμεν όπως είπε, μόνον πως αργοπόρησαν περισσότερον εις τον δρόμον, ένεκα της βραδυποδίας της Πορταΐταινας. Κ' επέτυχε μάλιστα υπέρ τας ελπίδας της. Όταν μετά μίαν εβδομάδα, έφθασεν εις την πατρίδα, είχε και περίσσευμα από την επιχείρησιν.

Και δύο φοράς την εβδομάδα έπαιρνε το ραβδάκι της εις την δεξιάν χείρα και το καλαθάκι της εις τον αγκώνα του αριστερού βραχίονος, και οδηγούσα και μίαν αμνάδα και μίαν αίγα, τας οποίας έβοσκεν η ιδία, κατήρχετο από το Μεγάλο Ορμάνι, και έφθανεν εις την κρημνώδη θαλασσόπληκτον ακτήν, κ' επήγαινε ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης.

Μα την ψυχήν μου, όσω ζω δεν θέλω να σε 'ξεύρω, κι' ούτε το 'μάτι σου θα ιδή ποτέ κληρονομιάν μου. Ιδέ και συλλογίσου το. Το είπα. Δεν ξελέγω! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! υψηλά ‘ς τους ουρανούς δεν κάθεται ευσπλαγχνία να ελεήση απ' εκεί της λύπης μου το βάθος; Μη μ' αρνηθής, μάνα γλυκειά. Ανάβαλε τον γάμον Δι’ ένα μήνα μοναχά, ή μίαν εβδομάδα.

Τη εβδομάδα που θα μας μπη, πάλι εδώ θα μ'έχετε. . . Αμέτενε γιατ' είναι μονάχη της η καψερή η Βεργινία!. . . Και πήρε τρεχάλα τον κατήφορο, φορτωμένη μιαν αγκαλιά λουλούδια, η θεια Ελέγκω, σα βαρέλι που κυλούσε απ’το βουνό και καθώς κατρακυλούσε, γύρισε και ξαναφώναξε : Λιόλια, όπως είπαμε, τη δουλειά σου και τη Βεργινία- τα μάτια σου τα δυό !. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Νίκος κ’ η Λιόλια με τανθισμένα τους κλαριά και με τα λουλούδια, που τους απόμεινεν ολάκερη αγκαλιά, μπήκανε στην κάμαρη τη σκοτεινιασμένη απ’ τη σταχτερή τη σούρπα-σα νάμπαινε η ολόφεγγη και μυρωμένη άνοιξη.

Προώρισες εις τας αρχάς του γάμου μας ένα μικρόν ποσόν για τα έξοδα του μαγειρείου και των λοιπών οικιακών αναγκών. Όταν το νοικοκυριό μας έγεινε μεγαλύτερο, η εργασία μας επήγε πιο καλά, δεν επείσθης ν' αυξήσης αναλόγως το εβδομαδιαίον μου ποσόν. Κοντολογής, ξέρεις πως τον καιρό που το νοικοκυριό μας ήτο πολύ μεγάλο απαιτούσες να περάσω την εβδομάδα με επτά φιορίνια.