United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά ο Αντωνέλλος, τιμονεύων δεξιώς, κατώρθωσε να πλησιάση την αμμώδη παραλίαν, επάνω εις την οποίαν η βαρκούλα ερρίφθη με την μίαν των πλευρών. Με την βοήθειαν παρατυχόντων διαβατών αι γυναίκες απεβιβάσθησαν, ο δε Αντωνέλλος, περιβάλλων και υποβαστάζων την αδελφήν, την ωδήγησεν εις τα ίδια. Η καϋμένη η Μπέλλα αρρώστησε δυνατά.

Δεν την έκλεψε κανένα ζεϊμπέκι, δεν καλογήρεψε, δεν αρρώστησε, δεν πέθανε, — και μήτε γράφει τώρα την ιστορία της! Είναι τάγιο το βήμα του καλυβιού μου αυτή η πέτρα. Θα δης εκεί κάποτε λουλούδια βαλμένα, ή και στοιβασμένα αυτά τα χαρτιά .... Ας πάρουμε τώρα μια από τις αξέχαστες εκείνες μέρες της εξοχής, κι ας την ιστορήσουμε, αν έχης υπομονή. Θαρρώ πως πρέπει.

Αρρώστησε δηλαδή τόσο νωρίς, ώστε μπορώ να πω πως δεν τη γνώρισα ποτέ δίχως το σπέρμα της αρρώστειας. Πώς όμως έγινε να λησμονήσω τόσον καιρό, ως τα τελευταία, πως η υγεία της είταν κλονισμένη και πως το σπέρμα της αρρώστειας έπρεπε ναναπτυχτή, αν δε χανότανε τέλεια; Πως δε χάθηκε, το γνώριζα καλά. Κι ωστόσο δεν έμαθα ποτέ να βλέπω τη ζωή με άλλο φως, παρά με το συνηθισμένο.

Μια μέρα ο πατέρας αρρώστησε και στην εβδομάδα απανωθιό έγεινε του θανάτου. Τη στιγμή, που θ' απέθνησκε είπε στο παιδί του, που κάθονταν στο προσκέφαλό του κι' έκλαιγε: — Μην κλαις, παιδί μου! Έτσ' είν' ο κόσμος. Ο γονιός πρέπει να πεθαίνη πρωτύτερα από το παιδί του, κι' αυτό είναι το καλύτερο. Αν πέθαιναν τα παιδιά πρωτύτερα από τους γονιούς τότε η πλάση θα χάνονταν.

Ο Δριμομιχελής έπινε χρόνια και μόνον όταν αρρώστησε έπαψε να πίνη. Τότε ησύχασε και το χωριό από τις βλαστήμιες και τις κακίες του. Το κρασί, που στους πολλούς φέρνει ευθυμία, χωρατά και τραγούδια, σαυτόν έφερνε νεύρα και θυμούς, βρισιές και βλαστήμιες.

Δεν πέρασαν δυο μέρες και μούφεραν στο κάρρο τον άντρα μου. Κι ως που να κλάψω κείνον έκλαψα τα ξανθά μας γεννήματα φωτιά πήρε και τάκαψε! Ψόφος έπεσε στα ζωντανά μας. Ο γιος μου αρρώστησε απ' το κακό και τον συγούρεψα στον χρόνο απάνου. Ένα με τ' άλλο σωριάστηκαν τα κακά στο κεφάλι μου, όπως το χιόνι απάνου στο βουνό. Πάει τ' αρχοντικό, πάνε οι χαρές, πάει το βιο μας!

Ο Φετάνης στο δρόμο αρρώστησε από πονόκοιλο και πήγαινε «στάσου εδώ» και «στάσου εκεί». Ο Λέντζος, κι' επειδή τον λυπήθηκε κ' επειδή ήθελε να φτάση το βράδυ στα Γιάννινα, κατέβηκε από το μουλάρι κι' έβαλε τον Φετάνη καβάλλα, αλλ' ο Φετάνης κοντοβαστούσε το μουλάρι, λέγοντας ότι το γοργοπερπάτημα του μουλαριού του μεγάλονε τον πόνο.

Τίποτε γω. Μαύρη πέτρα πίσω μου κ' έφυγα. Στη Μαρσίλια λαβαίνω γράμμα. «Το Μοσχαδώ αρρώστησε απ' τον καϋμό της». Κύριε ελέησον. Να μην τα πολυλογούμε, γυρίζω, — τα ίδια πάλι. «Δεν πονηρεύομαι, είμαι μικρή ακόμα». Ξαναγυρίζω. Πέντε χρόνια κοντολογής. Στέγνωσα στα πόδια μου. Ο Καπετάν Βαγγέλης άκουγε με το στόμα ανοιχτό. Στο τέλος ξέσπασε. — Μέγας είσαι, Κύριε, μ' αυτά τα θηλυκά!

Ο πατέρας σου έρριχνε το κεφάλι κάτω και δεν έβγαζε μιλιά. Ήρθε κ' εγάτιασε από το κακό του. Ούτε τραγούδι πλέον ούτε γέλοιο. Σκέψι μόνον και θυμό. Πρώτη φορά ο Ραφαλιάς άκουε στ' όνομά του τέτοια γλώσσα. — Τ' έχεις μωρέ αδερφέ κ' έγινες έτσι; τον ερωτά μια Κυριακή που έσμιξαν ο δικός μου Μπα κ' έμαθες κακό χαμπέρι από το σπίτι; Μην πέθανε η μάνα μας; μην αρρώστησε η Χρυσούλα;

Μην κάθεσαι λοιπόν και μου ψιλορωτάς τον άνθρωπο, μόνον γιάνε τον πρώτα! Ο Κιαμήλης είναι καλός, πολύ καλός ο καϋμένος, εξηκολούθησεν ο αδελφός μου, και πολλαίς φοραίς άνοιξε μονάχος του να με πη το πώς αρρώστησε. Μα όσαις φοραίς το δοκίμαζε τότε τόνε ξανάπιανεν η θέρμη. Εδώ μας διέκοψεν εισελθούσα η μήτηρ μου μετά των ξένων της.