United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέποντας τη γριά που καθόταν κοντά στα πόδια του με την μποτίλια στην ποδιά της, σήκωσε μόλις τα θολά του μάτια και περίμενε με υπομονή, σαν να ήξερε κιόλας τι ήθελε να του πει. «Έφις, είσαι άνθρωπος του Θεού και μπορείς να μου μιλήσεις ειλικρινά. Η ντόνα Έστερ όμως δεν φαίνεται πουθενά και μια μέρα που πήγα σπίτι τους η ντόνα Νοέμι μου τα έψαλε για τα καλά∙ άκουσα ένα σωρό βρισιές.

Αναγκάστηκα τότε να της τα πω όλα. Έπειτα το μετάνοιωσα, γιατί πάλι καλλίτερες ήτανε η βρισιές παρά τα κλάμματα της δυστυχισμένης. Ένα-ένα αποπουλήσαμε τα λίγα πράμματα που μας απόμεναν, τα χαλιά, τους τετζερέδες, τα καλά ρούχα και αυτό το χρυσοκέντητο νυφικό μας πάπλωμα. Σου είπα πως δεν γνώριζα κανένα.

Και όσο γερνούσαν τα κορίτσια του, τόσο περισσότερο ο ντον Τζάμε απαιτούσε από εκείνες μεγαλύτερη αυστηρότητα στο ήθος. Αλίμονο αν τις έβλεπε να προβάλουν στα παράθυρα που έβλεπαν στο σοκάκι πίσω από το σπίτι, ή αν έβγαιναν χωρίς την άδειά του. Τις χαστούκιζε λούζοντάς τες με βρισιές και απειλούσε με θάνατο τους νεαρούς που περνούσαν δυο συνεχόμενες φορές απ’ το σοκάκι.

Παρ' τους έναν έναν, πες πια και τόνομά τους, δείξε στον Πέτρο πως μιλεί για όσα μήτε είδε στόνειρό του, δείξε στον Πάβλο πως είναι σοφιστής και με πονηριά παιδιακήσια, καμώνεται πως είπες εκείνα, που δε λες· μέτρησε τα λάθη του να χαμηλώση τη μύτη, βάλε μέσα προσωπικότητες και βρισιές. Έτσι χαίρουνται τουλάχιστο οι δασκάλοι. Αφτά μόνο γυρέβουν. Ακόμη δεν το κατάλαβες; Τι αθώος που είσαι!

Ποιος της είπε πως πνίγηκε; Εγώ της είπα πως παντρεύτηκε!... Άλλο πνιγμένος στη στερηά κι' άλλο στη θαλασσα. — Έχει δίκηο ο Μαθιός! είπε πάλι ο μπατζανάκης του. Μήπως της είπε πως πνίγηκε; Σα γύρισαν τα μυαλά της, τι φταίει ο Μαθιός; Ο Μαθιός πήρε λίγο απάνω του. Άρχιζε να παρηγοριέται και μοναχός του και οι βρισιές της γρηάς Λαλεχίνας του ήρθαν πάλι στο νου του.

Ο Δριμομιχελής έπινε χρόνια και μόνον όταν αρρώστησε έπαψε να πίνη. Τότε ησύχασε και το χωριό από τις βλαστήμιες και τις κακίες του. Το κρασί, που στους πολλούς φέρνει ευθυμία, χωρατά και τραγούδια, σαυτόν έφερνε νεύρα και θυμούς, βρισιές και βλαστήμιες.

Αν οι αιώνιοι θεοί τον έκαμαν ανδρείον, Διά ετούτο η βρισιές τον τρέχουν να ταις λέγη; Αυτόν δε διακόπτοντας ο Αχιλλεύς, τον λέγει. Και δα να ονομάζομαι δειλός και τιποτένιος, Ανότι έργον και μ' ειπής ποτέ μου σε ακούσω. Σ' άλλους αυτά παράγγελνε, κ' εμένα μη προστάζης· Γιατί εγώ δεν πείθομαι ποτέ σ' εσένα μη πλέον. Άλλο σε λέγω, και εσύ βάλε τοτα μυαλά σου.

Οι βρισιές δεν αξίζουν· από τις βρισιές βλέπεις την ανημποριά τους. Εμείς τουλάχιστο με τη γλώσσα μας ξέρουμε και μιλούμε για γραμματική· ξέρουμε όμως και παραμύθια. Οι ίδιοι λεν τη γλώσσα τους τεχνητή και σα νάχουνε δίκιο· τεχνητή, ναι! εκεί όμως που χρειάζεται λίγη τέχνη, η καθαρέβουσα δεν πιστέβω να ταιριάζη· άτεχνη κι άτεκνη είναι γεννημένη. Πες τα καμιά μέρα, σαν αδειάσης, πες κι άλλα πολλά.

Πού και πού κανένας έρριχνε μια πεντάρα στο δίσκο του ζητιάνου και κυττάζοντας το σκύλο, που τούφραζε το δρόμο, μουρμούριζε μέσα του: «Να χαθής, βρωμόσκυλο». Ο ζητιάνος έπαιρνε το έλεος του διαβάτη κι' όλο αναστέναζε. Ο σκύλος άκουε τις βρισιές του κι' όλο κουνούσε την ουρά του.... Ένας μάγκας, καθισμένος σταυροπόδι στο πεζοδρόμιο, κύτταζε με δυο μεγάλα γαλανά μάτια τον άνθρωπο και το σκύλο.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Εσύ να πω μ’ ανάγκασες όσα δεν θέλω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιά να μου πης σ’ ανάγκασα; λέγε ν’ ακούσω. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τάχα καλά δεν μ’ άκουσες; τι ζητάς τώρα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δεν κατάλαβα καλά, για ξαναπέ μου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Λέγω πως είσαι ο ένοχος που εμείς ζητούμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για τις διπλές δεν θα χαρής, βέβαια, βρισιές σου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Κι άλλα να πω; και πιότερο να σε θυμώσω; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πες ό, τι θέλεις.