United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφτό άκρη τώρα τ' όρισε του δρόμου ο Αχιλέας. Έριζα ξύγωσ' το έτσι αφτό σαν το διαβαίνεις γύρω· και το κορμί πλαγιάζοντας λίγο ζερβάνα έτσι335 μες στο καλόδετο κουτί, μπήξ' τη φωνή, κι' αμέσως τ' άλογο βάρα το δεξύ κι' αμόλα του το γκέμι, μα το ζερβύ έτσι σύριζα το σύνορο ας περάσει, τόσο που η άκρη να θαρρείς τ' αξόνι πως αγγίζει της ρόδας· όμως πρόσεξε στην πέτρα μην τσουγκρίσεις, 340 τι τότε αλίμονο, έχε γιά κι' αλόγατα κι' αμάξι.

Μόλις μπήκε στο δωμάτιο του Αγαθούλη, τούπε: — Πώς λοιπόν, κύριε Αγαθούλη, δεν αναγνωρίζετε πια την Πακέττα; Σ' αυτά τα λόγια ο Αγαθούλης, που δεν την είχε έως τώρα προσέξει, απάντησε: — Αλίμονο, δυστυχισμένο μου παιδί, σεις λοιπόν εφέρατε τον δόχτορα Παγγλώσση στα όμορφα χάλια, που τον είδα; — Αλίμονο, κύριε, είμ' εγώ, είπε η Πακέττα. Βλέπω, πως τάχετε πληροφορηθή όλα.

Και όσο γερνούσαν τα κορίτσια του, τόσο περισσότερο ο ντον Τζάμε απαιτούσε από εκείνες μεγαλύτερη αυστηρότητα στο ήθος. Αλίμονο αν τις έβλεπε να προβάλουν στα παράθυρα που έβλεπαν στο σοκάκι πίσω από το σπίτι, ή αν έβγαιναν χωρίς την άδειά του. Τις χαστούκιζε λούζοντάς τες με βρισιές και απειλούσε με θάνατο τους νεαρούς που περνούσαν δυο συνεχόμενες φορές απ’ το σοκάκι.

Αυτά κοστίζει η ζάχαρη, που τρώτε στην Ευρώπη. Ωστόσο, όταν η μητέρα μου με πούλησε για δυο σκούδα παταγωνικά στις αχτές της Γουινέας, μούλεγε: « Αγαπητό μου παιδί, ευλόγα τα φετίς, λάτρευέ τα πάντα και θα σε κάνουνε να ζήσης ευτυχής· έχεις την τιμή νάσαι σκλάβος των αφεντάδων μας των λευκών και κάμνεις έτσι πλούσιους τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Αλίμονο! δεν ξέρω, αν τους έκανα πλούσιους, όμως αυτοί δε με κάνανε εμένα!

— Ε! καλά, του είπε, αγαπάτε πάντα τρελά τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη του Τούντερ-τεν-τρονκ; — Μάλιστα, κυρία, απάντησε ο Αγαθούλης. Η Μαρκησία συνέχισε μ' ένα τρυφερό μειδίαμα. — Απαντάτε σαν ένας νέος της Βεστφαλίας· ένας Γάλλος θα μούλεγε: είναι αλήθεια, πως αγάπησα την δεσποινίδα Κυνεγόνδη, αλλά βλέποντάς σας, φοβούμαι, μη δεν την αγαπώ πια! — Αλίμονο!

ΣΤΑΥΡΟΣ Τους λευτέρωσε η πολιτεία, είναι αλήθεια, μα τους σκλάβωσε ο παράς. Αυτό το σκλάβωμα όμως είναι πολύ χειρότερο από κάθε άλλο. Δε θα περάση πολύς καιρός που θα ξεσκλαβωθούνε κι απ' αυτό. . . Αλίμονο στις ιδέες σας τότε κ. Φιντή. ΦΙΝΤΗΣ Εσύ είσαι ένας επαναστάτης, ένας αναρχικός, που ήρθες εδώ μέσα για να με φοβερίσης.

Αλίμονο! είπε ο Αγαθούλης, είναι η λύσσα να υποστηρίζης, πως όλα είναι καλά, όταν είναι κακά! Κ' έχυνε άφθονα δάκρυα κοιτάζοντας το νέγρο· και κλαίοντας μπήκανε στη Σουρινάμ. Το πρώτο πράμα που ρώτησαν ήτανε αν υπάρχη στο λιμάνι κανένα καΐκι που μπορεί να τους πάη στο ΒουένοςΆυρες. Αυτός, στον οποίο απευθυνθήκανε, ήτανε ένας Ισπανός πλοίαρχος που προσεφέρθηκε να τους υπηρετήση τίμια.

Η όψη του χλομή, αυστηρή· το μάτι σαν απόκοσμη λάμψη του φωτά· σα χήτη λιονταριού μακριά στην πλάτη του χύνονται τα ολόμαυρα μαλλιά. «Απάνω! ορθοί όλοι! αλίμονο που χάρη του τυράννου γυρεύει, του ληστή, και το δικό του δε χιμά να πάρη και την πόρτα δε σπα σα δεν του ανοιεί»,

Κλείνω μέσα μου αυτή τη στιγμή τον πόνο όλων όσοι τυραννιούνται κάτου από τα σκληρά πατήματα όλων εκείνων που σας μοιάζουν. . . Ά! με λέτε επαναστάτη, αναρχικό. Μα δεν είμαι τίποτ' απ' αυτά. Είμαι μονάχα ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος που εσείς δεν είστε. Αλίμονο σου, αλίμονο σου, τρισαλίμονό σου!... ΣΤΑΥΡΟΣ Τοίμασε σε παρακαλώ τα πράματά μου και κατέβασε τα κάτου στην οξώπορτα. ΥΠΕΡΕΤΗΣ Αμέσως.

Ο Αγαθούλης απελπισμένος και κατάπληχτος τον χάνει σε λίγο από τα μάτια του. Αλίμονο! να μια κατεργαριά άξια του παλαιού Κόσμου. Ξαναγύρισε στην παραλία συντριμμένος από τη λύπη: γιατί, επί τέλους, έχασε περιουσία δέκα βασιλιάδων.