United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δώδεκα ως τώρα κούρσεψα με τα καράβια χώρες· πεζός, ως έντεκα θαρρώ στης Τριάς τους κάμπους γύρω· κι' απ' όλες πήρα 'να σωρό πολύτιμα μ' αξία, 330 και πάγαινα του βασιλιά και τάδινα Αγαμέμνου. Κι' εκείνος, πίσω μένοντας μες στο καραβοστάσι, τάπαιρνε, λίγα μοίραζε, πολλά κρατούσε ο ίδιος, και τ' άλλα τάδινε πρεσβιά στων Αχαιών τους πρώτους.

Όλοι εσίγησαν γύρω· ρίγος διέδραμε τους παρεστώτας και πάντες ύψωσαν τους οφθαλμούς προς τον πάσσαλον. Η κεφαλή του μάρτυρος εκινήθη ηρέμα και ήκουσαν φωνήν οιμώζουσαν κατερχομένην από του ύψους του ιστού: — Συγχωρώ . . . Ο Χίλων έπεσε πρηνής ολολύζων ως θηρίον και με τας δύο χείρας ήρχισε να σωρεύη χώμα επί της κεφαλής του.

Σκιάζεται για να της τον 'πή· σκιάζεται, και δεν ξέρει Πως φαρμακώνει την καρδιά ο πόνος ο κρυμμένος! ... Μια μέρα την εκύτταξε που εμάζευε λουλούδια, Κ' εστόλιζε τα στήθηα της και τα μαλλιά της γύρω· Κι' όταν αυτή ξεμάκρυνε και πήγε 'ςτο χωριό της, Ο Ήλιος επερπάτησεν όλον αυτόν τον τόπο. Κι' όσα λουλούδια εύρε μπροστά κι' όσα καλά βοτάνια, Τα ράντισε με δάκρυα του και με θερμά φιλιά του.

Ανατρίχιασα όλος. Οι ναύτες εκείνοι επήδησαν, βέβαια στο καράβι μας όπως εμείς στο δικό τους και μαζί τους ερούφηξε η θάλασσα. Έλειπεν όμως η μεγάλη βάρκα και ίσως σ' εκείνη εζήτησαν τη σωτηρία τους. Κυτάζω γύρω· τίποτα. Τους εσυχώρεσα και τους εξέχασα. Ηύρε ως τόσο τον κόχυλα κ' εφύσηξε ο ναύκληρος δύοτρεις φορές.

Με την ίδια τη γλώσσα, την ίδια θρησκεία, την ίδια ομορφιά και παλικαριά, μόνο από άλλο νησί! Καλότυχο έθνος, που είχε τέτοιους εχτρούς! Ας καθίσουμε σ' αυτό το λιθάρι. Κοίταξε γύρω· κοίταξε πώς τα λούζει το φεγγάρι τα κοιμισμένα εκείνα βουνά. Είναι της Ασίας βουνά. Λες και πασκίζει το φεγγάρι να τα ξυπνήση, να ταναστήση, να τα χρυσώση, σύννεφα να τα κάμη, να τανεβάση στον ουρανό.

Αφτό άκρη τώρα τ' όρισε του δρόμου ο Αχιλέας. Έριζα ξύγωσ' το έτσι αφτό σαν το διαβαίνεις γύρω· και το κορμί πλαγιάζοντας λίγο ζερβάνα έτσι335 μες στο καλόδετο κουτί, μπήξ' τη φωνή, κι' αμέσως τ' άλογο βάρα το δεξύ κι' αμόλα του το γκέμι, μα το ζερβύ έτσι σύριζα το σύνορο ας περάσει, τόσο που η άκρη να θαρρείς τ' αξόνι πως αγγίζει της ρόδας· όμως πρόσεξε στην πέτρα μην τσουγκρίσεις, 340 τι τότε αλίμονο, έχε γιά κι' αλόγατα κι' αμάξι.