United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιδού η περί ης ο λόγος μετάφρασις: ΡΩΜΕΩΝ, ΙΟΥΛΙΑ ΡΩΜ. Ουλαίς γελά τις τραυμάτων άπειρος ων. Τι χρήμα λεύσσω; τις ποθ' υψόθεν δόμων αυγή διήξεν; ηλίου μεν αντολαί φάος τόδ' έστιν, ήλιος δ' Ιουλία. Αλλ' ει εγείρου καλλιφεγγές ήλιε, φθονεράν σελήνην φθείρε, και γαρ άλγεσι τέτηκεν ήδη πάσα και μαραίνεται, σου της γε δούλης καλλονή νικωμένη.

Και 'σαν να μεθοκόπησε, το Σκότος παραδέρνει, κι από τον δρόμον προσπαθεί να έβγη του Ηλίου, μη το πατήση ο Τιτάν κ' οι πύρινοι τροχοί του. Και τώρα, πριν ο Ήλιος το φλογερόν του μάτι τ' αναστηλώση, την χαράν να φέρη ‘ς την Ημέραν, και να στεγνώση την δροσιάν της νοτισμένης Νύκτας, πηγαίνω, το καλάθι μου να το παραγεμίσω με βότανα φαρμακερά και με γλυκόχυμ' άνθη.

Από την οικίαν του ιερέως μέχρι της εκκλησίας η στενή λιθόστρωτος οδός ανέβαινεν ελικοειδώς, ο δε ήλιος, ακτινοβολών κατά κάθετον, αποκαθίστα κατά την ώραν εκείνην την ανάβασιν κοπιωδεστέραν του συνήθους.

Η Μάγισσα η ερημική, η Μάγισσα η πανώρηα, Μου είπε το βράδυ στη σπηλιά. — Καλόγνωμε διαβάτη, 'Στό πρώτο το ξημέρωμα τον ύπνο ν' απαριάσης, Να πας για νάσαι στο νερό την ώρα που έβγη ο ήλιος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Η Μαρία δε σήκωσε πια τα μάτια της να ιδή καμμιάν ομορφιά του κόσμου. Τώρα έβλεπε με τα μάτια του Πέτρου. Κ’ έβλεπε τις ομορφιές που κανένα μάτι δεν τις βλέπει.... Ήτανε οι δυο αγαπημένοι στον ανθισμένο κάμπο. Απάνω τους ήταν ο Ήλιος, γύρω τους η Άνοιξη και κάτω απ' τα πόδια τους η Θάλασσα.

Επέστρεφε λοιπόν από τον συνήθη περίπατόν του ο Κ. Πλατέας. Ήτο μία εξ εκείνων των ωραίων ημερών του Φεβρουαρίου, προδρόμων του έαρος, ότε ο ήλιος θωπεύει διά των ακτίνων του τα πρώτα άνθη των πρωίμων αμυγδαλεών, και λάμπει η κυανή θάλασσα και γελά ο αίθριος ουρανός της Ελλάδος.

Έθεσα την επιστολήν εις το χαρτοφυλάκιόν μου και ούτε εσκέφθην πλέον τι περί του Κυρίου Μελέτη ή περί της θυγατρός του, μέχρι της ημέρας καθ' ην επεβιβάσθημεν εις το ατμόπλοιον, το οποίον μας έφερεν εις την νήσον του. Ο ήλιος είχε δύσει, ότε προσωρμίσθη το ατμόπλοιον εν τω μέσω κόλπου ημικυκλικού.

Ο Ήλιος απ' αλάργα Την ακλουθάει με την ματιά, και με καϋμό της λέει, Πως θα τον κάμη η αγάπη της βαρη' άρρωστος να πέση. Και σαν το μάθη η μάνα του, η μάγισσα η μεγάλη Και ξακουστή βασίλισσα, θε να της κάμη μάγια.

Μα εκεί που εκείνοι εμάχονταν, κ' ένας τον άλλο εχτύπα, Σαν άγιος φανερώθηκε λεβέντης καββαλλάρης Και με σπαθί 'ςτά χέρια τον ρίχνεται μέσ' 'ςτή μέση. Σε κάθε που έπεφτε σπαθιά εφτέρωνε η καρδιά μου. Κι' όσο που ο ήλιος έγειρε και πάει να βασιλέψη, Πέρα και πέρα εγιόμισε τον κάμπο από κουφάρια.

Όταν ξύπνησε, γαλήνη απέραντη είταν απλωμένη στην κάμαρα, η ανεμοζάλη είχε περάση, η κραυγή της κουκουβάγιας είχε σβυστή κι αυτή, ο ήλιος χάιδευε απαλά το πάτωμα και στα γυαλιά του παραθυριού βομβούσε τριγυρίζοντας να πετάξη έξω στο γαλάζιο τ' ουρανού μια πεταλούδα. Ανέπνευσε η όμορφη κόρη και γύρισε να ξυπνήση μ' ένα χαμόγελο τον άντρα της, αλλ' είτανε νεκρός.... Ήσυχος και καταγάλανος ο κόρφος.