Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Άρπαξε το μαργαριταρένιο θησαυρό απ' τη χρυσή τη θήκη κι' αστραπή χύθηκε και βγήκε απ' το παλάτι. Οι πιστοί τον ακολουθήσανε. Μέσα στο σκοτάδι της φυλακής, απάνω στο μουσκεμένο χώμα, ήτανε ξαπλωμένη, χλωμή σαν θειαφοκέρι, η βοσκοπούλα. Ο Χάρος, κλείνοντάς της τα μάτια, της είχε ξαναδώσει την ομορφιά της και το πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος μέσα στα σκοτάδια της φυλακής.
Είπε και φεύγει ο γέρος. Όσο να ισκιώσουν τα νερά κι' όσο να γείρη ο Ήλιος Απ' όξω απ' το παλάτι του αλαλαγμός κι' αντάρα.
Αλλ' ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν του, ο δε προφυλακτικός καθηγητής δεν επεθύμει να εκτεθή εις την δρόσον της εσπέρας, ενθυμούμενος ότι κατά την ώραν ταύτην του έτους ο χειμών ανακτά την κυριαρχίαν του άμα ο ήλιος κρυφθή.
Μια λυγερή 'ς τον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της, Πώχει ασημένιον αργαλειό κ' υφάδια μεταξένια, Πώχει σαΐταις μάλαμμα και φιλτισένια χτένια. Κάθε που ρίχτει σαϊτιά λέει κ' ένα τραγούδι, Κι' από το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον ηχό της κόρης Ο ήλιος εσταμάτισε, δεν πάει να βασιλέψη.
Η ύστερη του χρόνου φτάνει μέρα, Κι' όσο να πάρη ο ίσκιος της κι' ο ήλιος της να γείρη, Θεμελιωμένο επρόβαλε κι' ακέριο το γεφύρι. 'Σ τον πικραμένον Βασιλιά, που μέρα νύχτα κλαίει Της μοναχής του τον χαμό, έρχεται ο νιος και λέει: — Τώστησα το γεφύρι μου, ψυλό και στοιχειωμένο, Και τώμορφο κεφάλι μου δε θα το ιδής κομμένο.
Κάπου κάπου βρήκαμε χαλασμένον το δρόμο. Ο τόπος εδώ είνε όλος σάπιο χώμα, δίχως βράχο ολότελα. Κι όποτε βρέχει ξεκόβονται μπλάνες μπλάνες τα χώματα και ρεύουν στο χάο κάτου. Παρασέρνονται τότε και δρόμος και κλαριά, ό,τι τύχει απάνου τους. Βλέπαμε την αυγή απ' αντίπερα το πανόραμα τούτο, που μας το σκέπασε ο ήλιος κατόπι με τους αχνούς πώβγαλαν, από τη νώπη του τόπου, η καυτερές του αχτίνες.
Από την κορφή του βουνού της Καστρίτσας ανοίγεται μπροστά στα μάτια του περιηγητού μεγάλο πανόραμα κ' έμμορφο. Ο ουρανός απλώνεται απάνω καθάριος και γαλανός κι από τ' αμέτρητα κι ανερεύνητα ύψη του χύνει ο χινοπωριάτικος ήλιος τες θαλπερές του αχτίδες στην πλάση κάτω, που προβάλλει σα νιόπαντρη γυναίκα, ζωηρή, γιομάτη φως και χρώματα κι ωμορφιά.
Τραγουδάτε, κορίτσια, που να σας δω νύφες και σας σαν τη ζουλεμένη την Αρετούλα. Όντας σε γέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβη Και σούδωκε την ομορφιά, και πάλι ματανέβη. Πιπ. Μωρή είδες εσύ ποτές σου τέτοιο ματόφρυδο; Περμ. Σκάσε, ν' ακούσουμε τα τραγούδια, μωρή. Σα ψέματα μου φαίνουνται όλα, Γαρουφαλιά μου! Είμαι σαστισμένη, και δεν το νοιώθω το μαχαίρι που στα βάθια με σφάζει.
ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Α! κύκλους τόσους και 'ς το εξής ο Ήλιος και η Σελήνη να κάμουν να μετρήσωμε κ' η αγάπη μας να μείνη!
Μάλιστα, αυτό έλεγε και έλεγε πάρα πολλά· έλεγε δηλαδή, ότι ευχαρίστως ηδύνατο να υποφέρη την επίπονον οδόν και ότι προς χάριν της και όχι χάριν της σκοπευτικής εορτής ήλθεν. Η Μπαμπέττα έγινεν άφωνος εις όλα αυτά· ήτο 'σάν να της απήτει να υποφέρη πάρα πολύ. Ενώ αυτοί έκαμαν προς τα εκεί την περιήγησίν των, έδυσεν ο ήλιος 'πίσω από την κλιτύν του βράχου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν