Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ήλιος εμεσουράνει κάθετος επί της κεφαλής, ενώ ανηρχόμην μετά ομηλίκου δωδεκαετούς συμμαθητού μου τον ανήφορον τον άγοντα εις γείτονα της Ερμουπόλεως εξοχήν καλουμένην Πισκοπιά, ή σχολαστικώς Επισκοπείον.

Θα ίδης πολλά μεγαλουργήματα εις την φύσιν, τα οποία θα σε καταπλήξουν· το άπειρον, ο ήλιος, οι αστέρες εις τον ουρανόν, και εις την γην. . . η γυνή όταν λέγη ψεύματα. Η στιγμή της πραγματικής ησυχίας σου δεν είνε εκείνη, καθ' ην κοιμάσαι συ, αλλ' εκείνη, καθ' ην κοιμάται η συνείδησίς σου. Μη σε ενθουσιάζη η πρόωρος πνευματική ανάπτυξις· πλησίον της ίσταται απειλητικόν το πρόωρον γήρας.

Είτανε μια από κείνες τις επικίντυνες ανοιξιάτικες βραδιές της Στοκχόλμης, που ο ήλιος πέφτει θερμός στα νιοβλαστημένα δέντρα, που οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι κόσμο, σα για χαρά κι απόλαψη των ματιών, που τα εξοχικά κέντρα τραβούνε παλιά αντρόγυνα, νιόπαντρους ή αρρεβωνιασμένους, που ο ουρανός είναι γαλανός και στο ρέμα κυλούν χορεύοντας οι όγκοι του σπασμένου πάγου, που ο χειμώνας φαίνεται σα να έφυγε για πάντα κ' η άνοιξη προμηνά ένα καλοκαίρι τόσο ωραίο, όσο δε στάθηκε ποτέ ως τώρα.

Ο ήλιος βασιλεύει το σκότος αρχηνάει και το λαμπρό της θώρι η μέρα αποσκολνάει· Τα μαύρα φορεμένη, στην όψι μελανή σιωπηλή διαβαίνει η νύχτα σιγανή Και το χλορό φεγγάρι με φως σκοταδερό, στο αργυρό του αμάξι κινιέται οκνηρό. Αναμεράν τα ζώα, κουρνιάζουν τα πουλιά, πας άνθωπος τραβιέται και παύει από δουλιά. Νυστάζει αποσταμένη η φύση η ζωντανή, τα μέλη της συνάζει σ' ανάπαψι κοινή.

Κατέβην λοιπόν εις το Φάληρον, εγευμάτισα εκεί, και άμα έδυσεν ο ήλιος ετράπην με τον σύντροφόν μου προς την Μουνυχίαν, διά να διασκεδάσω θεωρούσα τα πυροτεχνήματα, τα οποία επρόκειτο να καώσι προ των βασιλικών οικημάτων επί τοις γενεθλίοις του βασιλόπαιδος Γεωργίου, όστις την 12 υπερμεσούντος συνεπλήρου το δέκατον της ηλικίας του έτος.

Ήτο κενόν πλησίον της το σκαμνίον επί του οποίου εκάθητο προ ολίγου ο ιατρός, αλλά δεν ετόλμων να πλησιάσω. Η ώρα βαθμηδόν παρήρχετο, ο ήλιος επλησίαζε προς την δύσιν του και ο αήρ εγίνετο δροσερώτερος. Η υπηρέτρια εγερθείσα έκυψε προς την νέαν και εψιθύρισε λέξεις τινάς με ταπεινήν ένδειξιν τρυφερότητος. Εκείνη έστρεψε βραδέως προς την γραίαν τους οφθαλμούς.

Ραψωδία Γ Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη, εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη, και τους ανθρώπους τους θνητούςτην γη την σιτοδώρα.

Το σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι' αχολογούσε από φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει, κι' ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.

Ο ήλιος δεν εφαίνετο παντελώς, διά τούτο ταχύτερον ήρχισε να σκοτινιάζη κάπως και εφαίνετο ότι έκλινεν η ημέρα προς την δύσιν. Ήτο όμως ενωρίς ακόμη.

Έξω, είχεν εξημερώσει, και παρά δύο λεπτά ο ήλιος θ' ανέτελλεν. Ο άνθρωπος δεν έβλεπεν ειμή αμυδράς σκιάς μέσα. Την λεχώναν εις την στρωμνήν της, ως αμαυρόν όγκον κατακειμένην, το βρέφος, το οποίον εσάλευε και ανάσαινεν εντός της σκάφης, ήτις εχρησίμευεν ως λίκνον . . . και την Φραγκογιαννού καθημένην ως φάντασμα, και τείνουσαν την χείρα προς το λίκνον.