United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις, που είχε ακουμπήσει το κεφάλι στην κολόνα του άμβωνα, τινάχτηκε από τ’ όνειρό του και ακολούθησε την ντόνα Έστερ που έβγαινε από την εκκλησία για να γυρίσει σπίτι. Ο ήλιος από ψηλά χτυπούσε τώρα αλύπητα το χωριουδάκι που ήταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά έρημο μέσα στο εκτυφλωτικό φως του ζεστού ήδη πρωινού.

Ένα δειλινό, που ο χειμωνιάτικος ήλιος έκαιγε σα να ήτανε καλοκαίρι κ' οι αύρες της θάλασσας σκορπούσανε ανοιξιάτικες μυρωδιές, η Παυλίνα με τον καινούργιο της αγαπητικό γυρίζανε, σαν πάντα, φορτωμένοι κυκλάμινα κι' αγριοβιολέττες, απ' το μακρυνό τους περίπατο.

Είπε• και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, 225 και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν.

Έβλεπε τα καταπράσινα περιβόλια, τις πορτοκαλιές, τα νόστιμα τα σπιτάκια, τα χωριατόπουλα που παραιτούσανε τα παιχνίδια τους και στεκόντανε να σεριανίσουν τους ξένους, τις χωριατοπούλες που κρυφόσκυβαν από τα παράθυρα να τους καλοκοιτάξουνε· διάβηκε τέλος και πλάγι του βράχου, και το καλοξέτασε το πέτρινο το θεριό, ταμέτρητα τα λιθάρια που κρεμιούνταν από τις ράχες του, άλλα σα χτισμένα απ' ανθρώπινο χέρι, άλλα σα να τάβαλε ξεπίτηδες ο Θεός για να φοβερίζη τους αμαρτωλούς αποκάτω· είδε και τη λιθόχτιστη τη σκάλα με τα σιδερένια τα κάγκελα που ανέβαιναν οι Χριστιανοί στους Σπερνούς και στις Λειτουργιέςτα καμάρωσε όλα από κοντά και τα θάμασε, και θανέβαινε δίχως άλλο να προσκυνήση κι αυτός, μόνο που ο ήλιος τους παράδερνε τώρα κ' είταν κ' οι δυο τους αποσταμένοι.

Και σαν εκείνο ανίδεα κι αδιάφορα στέκανε γύρω τα δέντρα, τα χαμοκλάδια, τα λούλουδα και παραπίσω ψήλωναν τα βουνά και παραπάνου ο ήλιος, άγουρος αγκάλιαζε τα πάνταΣαν φτάσης στα κρύα νερά και τα πολλά τα δάσα μη μας ξεχνάς, Ζαφείρω μου. — Όχι, μάννα μ'! .. . όχι, μάννα μ'!... — Σα μπαίνης πρώτη στο χορό και σα γλεντάς στην τάβλα, μη μας ξεχάσης, θύγω μου. — Όχι, μάννα μ'!... όχι, μάννα μ' ...

Για δες μας, Μαρία, δεν μοιάζουμε σαν αδέλφια! Κατεργάρη! Μ α ρ ί α Λοιπόν το ίδιο βράδυ, όταν ο ήλιος άπλωνεν εις την δύσι του κατακόκκινας πέπλους επαντρευθήκαμεν. Τι ωραία βραδειά Αί! Κώστα! Τρέλλα τρέλλα! Τι κρίμα, που δεν είσαστε, εκεί Κα Μ ε μ ι δ ώ φ θα σκάσω! Μ α ρ ί α. Χιλιάδες πουλιά ετραγουδούσαν γύρω μας.

Η Παναγία την κύτταξε μ' ένα γλυκό χαμόγελο απ' το ψηλό εικονοστάσι, σαν να συμπονούσε τη συφορά της. Μέρα με τη μέρα η Δροσούλα περίμενε τον θάνατο και κάθε βράδυ, κλείνοντας τα μάτια της, είχε την ελπίδα πως δεν θα τα ξανανοίξη πια. Και κάθε πρωί που ο ήλιος την ξυπνούσε, βαρυγκομούσε μέσα της κ' έλεγε: «Αλλοίμονο!

Το βουνό Κοράσι, το βουνό Ουντέ, η Μπέλα Βίστα, η Σα Μπαρντία, ο Σάντου Γιουάνε Μόντε Νου υψώνονταν με τις κορυφές τους φωτεινές σαν να ήταν πέταλα ενός τεράστιου λουλουδιού ανοιχτού στο πρωινό και ο ουρανός ο ίδιος φαινόταν να σκύβει χλωμός και συγκινημένος επάνω σε τόση ομορφιά. Μόλις πρόβαλε ο ήλιος όμως η μαγεία χάθηκε.

Χαρούμενο ήταν των τζιτζικιών το λάλημα, γλυκιά και των οπωρικών η μυρουδιά, ευχάριστο και των κοπαδιών το βέλασμα. Θάλεγε κανένας πως και τα ποτάμια τραγουδούσαν, καθώς σιγότρεχαν· πως κ' οι αγέρηδες έπαιζαν φλογέρες, καθώς φυσούσανε μέσα στα πεύκα· πως και τα μήλα ερωτευμένα έπεφταν κάτω· πως κι' ο ήλιος αγαπώντας την ομορφιά, όλους τους ξεγύμνωνε.

Βρωμοκαμπίτης δε θα ιδή το αμόλευτο κορμί μου, 'Στά κορφοβούνια θ' ανεβώ, που δε ζαρίζει ο ήλιος, Πώχει τη στρούγγα ο τάτας μου, που ν' η πολλές η στάνες, Που 'νε τα κέδρα ταψηλά και τα νερά από χιόνια, Που βγαίνει η πετροπέρδικα και κηλαϊδεί το τάχυ, Το γιόμα ο πετροκότσυφας, τ' απόβραδο η τρυγόνα.