Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Ξύπναγε η πετροπέρδικα στα τουφωτά κοντοπρίναρα που κοιμώταν, έλουε τον ώμορφο λαιμό και τα καμαρωτά στήθια της στα κρυσταλλόνερα μέσα κι ανέβαινε στην κορφή του γκρεμού κι άρχιζε τον ολόγλυκο κελαϊδισμό της. Η πέρδικα ξύπναγε το βοσκόπουλο στη μάντρα του και το βοσκόπουλο το καλό με τη γλυκειά του φλογέρα ξύπναγεν όλη την πλάση.
Ξύπναγε η πετροπέρδικα στα τουφωτά κοντοπρίναρα που κοιμώταν, έλουε τον ώμορφο λαιμό και τα καμαρωτά στήθια της στα κρυσταλλόνερα μέσα κι ανέβαινε στην κορφή του γκρεμού κι άρχιζε τον ολόγλυκο κελαϊδισμό της. Η πέρδικα ξύπναγε το βοσκόπουλο στη μάντρα του και το βοσκόπουλο το καλό με τη γλυκειά του φλογέρα ξύπναγεν όλη την πλάση.
Βρωμοκαμπίτης δε θα ιδή το αμόλευτο κορμί μου, 'Στά κορφοβούνια θ' ανεβώ, που δε ζαρίζει ο ήλιος, Πώχει τη στρούγγα ο τάτας μου, που ν' η πολλές η στάνες, Που 'νε τα κέδρα ταψηλά και τα νερά από χιόνια, Που βγαίνει η πετροπέρδικα και κηλαϊδεί το τάχυ, Το γιόμα ο πετροκότσυφας, τ' απόβραδο η τρυγόνα.
Πετροκότσυφας , πετροπέρδικα, πετροχελίδωνο, πέρδικα και χελιδόνι του βουνού — Πλουμίζω = κεντώ, πλουμίδι , κεντίδι. — Περογλίες και περγουλιές τα απλωμένα επάνω εις κρεββάτια κλήματα. — Πλατόνι, το αλάφι. — Περδικομμάτα , κόρη με μάτια ωραία σαν της πέρδικας. — Προσκάμνια και στρουγγολίθια , τα λιθάρια που είνε 'μπροστά 'ς την ποριά της στρούγγας και κάθηνται οι αρμεχτάδες. — Πόσι , μανδήλι. δεμένο 'ς το κεφάλι. — Ποκάρι =δέμα μαλιού ενός προβάτου. — Προγγάω , βαρώ, σκιάζω, σκορπάω τα κοπάδια βγαίνοντας 'μπροστά και ανοίγοντας τα χέρια. — Πιξάρι , δένδρον. — Παληόκαστρο , τα ερείπια ης αρχαίας Νικοπόλεως κοντά εις την Πρέβεζαν, επίσης τα ερείπια παντός κάστρου. — Προβιά , το δέρμα των προβάτων, τραγιά των γυδιών, αλογιά των αλόγων. — Πολλιώρα προ ολίγης ώρας. — Προσθήλυάζω και προστηλυάζω θέτω εις το βυζί των προβάτων όπως βυζάξωσι. — Πάγρα , παγωνιά.
Σε λίγο, που κρύφτηκαν κι' αυτοί πίσω από μια ραχούλα, ο Γκεσούλης άρχισε να γυρίζη γλήγορα-γλήγορα το κεφάλι του, πότε προς το δρόμο, που είχε πάρει ο Ξενιτεμένος, και πότε προς το δρόμο του χωριού, σαν πετροπέρδικα, που φοβάται να μην τη σκιώση το γεράκι. Τέλος έκανε τίναγμα ξαφνικό και ρούπησε κατά το δρόμο του Ξενιτεμένου! Πέρασαν τέσσερα χρόνια ολάκαιρα από τότε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν