United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . . Άλλη μια, ξανάρθε η πέρδικα του Ξαθού της το φλογερό χειλάκι να πιπιλίση. Μάβρος σαν την πίσα, δεν εξεχώριζε απ το βαθύ της νύχτας το σκοτάδι ο εβνούχος. Δεν τον είδε. . . — Αχ ! Μέμο ! Μέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . . Την τρίτη δεν ήρθε να χαδέψη με ταπαλό της χεράκι, σαν το μετάξι μαλακά τα ολόξαθα μαλιά του. Δεν ήρθε να γλυκαθή στα ζαχαρένια χείλη του.

Ξύπναγε η πετροπέρδικα στα τουφωτά κοντοπρίναρα που κοιμώταν, έλουε τον ώμορφο λαιμό και τα καμαρωτά στήθια της στα κρυσταλλόνερα μέσα κι ανέβαινε στην κορφή του γκρεμού κι άρχιζε τον ολόγλυκο κελαϊδισμό της. Η πέρδικα ξύπναγε το βοσκόπουλο στη μάντρα του και το βοσκόπουλο το καλό με τη γλυκειά του φλογέρα ξύπναγεν όλη την πλάση.

Γύρισα στη μάντρα μελαγχολικός, αλλά με παρηγόρησαν. Αυτό, έλεγαν, μπορεί να συμβή και στον καλλίτερο κυνηγό. Το κυνήγι κι ο κυνηγός έχουνε μέρες. Πραγματικώς την άλλη μέρα σκότωσα δύο μικρόπουλα. Βγήκε και μια πέρδικα μπροστά μου, αλλά τόσο μετάραξε ο θόρυβός της, που, όσο να συνέλθω, είχε πάει πολύ μακριά. Το ίδιο έπαθα και μένα λαγό. Τον έβγαλε ο σκύλος του ξάδερφου.

ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ. Ποιος είτανε του λόγου του; Διαταγή να του ανοίξουν είχεν από πρόσωπο σπουδαίο. . . Αρχή σου κάνω πάντα να μου κουβεντιάσης, μα συ δεν βγάζεις τσιμουδιά!. . . Η βάσις λέει της υγείας είν' ο ύπνος. 'Μένα με ταράζει Η αγρυπνιά ως βλέπεις. Ξέρε το. . . Από μαράζι θε να πάω, άρχοντά μου Όταν έρθη κι' η σειρά μου. Χτυπούν την πόρτα πάλι. Ξύπνησε, μωρή πέρδικα, και πήγαινε ν' ανοίξης. . .

Φέρε των παιδιών κρασί μπρούσικο, Γιάνη, και πες του κυρ Μήτρου να τα κουρντίση, κ' ίσια στο δικό μας με τα παιχνίδια! Καλά στεφανώματα, αφεντικό, και να σου ζήσουνε, να γεράσουνε! Κωστ. Μπρος, παιχνίδια, και πίσω παλικάρια. Μια πέρδικα. — μια πέρδικα, μονάκριβη Την είχε η μάτην είχε η μάννα στο κλουβί, έρχεται άγουρος την παίρνει, και στα ξένα τηνε φέρνει.

Έτσι δροσερή να μένη κ' η αγάπη μας, Κράλη, κ' έτσι αγκαλιαστοί να ζούμε πάντα, κι ας είνε και με το νου. Σαράντη μου και Θανάση, ελάτε, αδέρφια μου, κ' είμαστε βασιλιάδες απόψε. Στην πατινάδα, παιδιά, ομπρός παιχνίδια, και τραγουδάτε μας, παλικάρια. Μια πέρδικα, — μια πέρδικα μονακριβή, Την είχε η ματην είχε η μάννα στο κλουβί, έρχεται άγουρος την παίρνει, και στα ξένα τηνε φέρνει.

Ο Αρχιφύλακας απομέσα, τάχα πως θα ψάξη μην έχουν μαχαίρια, άνοιγε αγριωπός τα σακούλια τους. Άνοιγε τα κοφίνια με τα σταφύλια, κ' έπαιρνε για λόγου του δυο τρία από καθεμιά τους. Καμιά φορά πρόβαλε κ' η νειόνυφη του Βεργή, πεταχτούλα και περδικωτή, η ομορφότερη αφτή στις χάρες και στα στολίδια. Άνοιξε διάπλατη την πόρτα ο Σκοπός, κι αλαφρή σαν πέρδικα, πήδησε μέσα.