United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν δεν έλθης, δεν βάζουν στέφανα, είπεν η Αφέντρα. Εσύ είσαι δεύτερος πατέρας για μας, θα σου φιλήσωμε το χέρι κ' εγώ κι' ο Γρηγόρης . . . ως τόσο, δε δίνεις μόνος σου κειναδά τα λεπτά; . . . . χίλιες δραχμές του έχουνε τάξει ακόμα . . . Δεν τα δίνεις με το χεράκι σου; αποκάτ' απ' το προσκέφαλό σου τάχεις;

Ω ευλογημένο χεράκι, που μου 'δωσες τέτοια συγκίνηση. Και πριν η κόρη προφτάση ν' αντιληφθή το κίνημά του, ο Δημητράκης άδραξε το χέρι της και το κόλλησε στα χείλη του. — Ευλογημένο κι αγιασμένο χεράκι· είπε κυττάζοντάς την με ταπείνωση και λατρεία σα νάβλεπε εικόνισμα. Εκείνη έσυρε το χέρι της βιαστικά και χαμήλωσε τα μάτια της κατακόκκινη. Πρώτη φορά ένοιωθε του Δημητράκη τα χείλη απάνου της.

Πάει τρεχάτη νανάψη φωτιά, να γίνη θράκα· να ψήση το κρέας να φάη, να ξεφαντώση στην υγειά τ' Αργύρη της· να πορέψη και την άμοιρη φτωχολογιά, οπακαρτέραε το χρυσό της χεράκι. Φτάνει στο σπιτικό της η άμοιρη κι απιθώνει το σφαχτό. Παίρνει ένα μαχαίρι να σκίση το τομάρι. Σκίζει το τομάρι, τηράει· τι να ήδη! Τον Αργύρη της μέσα, λιανισμένον, κοψοκέφαλο...

Πιάστηκε πλειά το χεράκι μου. — Τι λες; 'Σε καλό σου, μάνα· εγώ, που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το κανδήλι; Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθε πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν. — Τι έχεις, μάνα; Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.

Κι' ο Παύλος της είπε: — Χάρισμά σου. Κ' όταν την βαρεθής, βγάλε τη χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά σου, τρύπησέ μου την καρδιά και πάρε τη ζωή μου, να μην τη χαρή άλλος στον κόσμο. Η Παυλίνα γέλασε από χαρά για το νέο του χάρισμα και τον φίλησε στα μάτια. Έπειτα σήκωσε το μικρό της χεράκι στα μαλλιά της και δοκίμασε κρυφά με το δάκτυλο της τη μύτη της χρυσής καρφίτσας, για να ιδή αν τρυπάη καλά.

Επέρασε το χέρι του τάσαρκο μες από το δίχτυ του φεγγίτη, κ' έπιασε της γυναίκας του το παχουλό χεράκι απόξω. Της τράβηξε τα χέρι καταμέσα τόσο, που ακούμπησαν στα βαριά σίδερα της πόρτας τα χυμερά κι αφράτα της στήθια· το ροδοκόκινο προσωπάκι της, ξαναμένο, εκόλλησε πάνω στα δίχτυ του φεγγίτη.

Κρατούσε στα χέρια της ένα μεγάλο μάτσο από μενεξέδες και είχε τη ματιά της καρφωμένη απάνω στα λουλούδια, σαν να μιλούσε όλη την ώρα μαζή τους. Στο χέρι της, ένα άσπρο παχουλό χεράκι μια χρυσή βέρα άστραφτε στο μεσιανό δάκτυλο. Ένας επιβάτης είπε κρυφά στον άλλον: — Κάποια χήρα θα είναι. Ο άλλος του είπε, λιγώνοντας τα μάτια του : — Τι όμορφη που είναι!...

Ο γιατρός σίμωσε, έπιασε το κερένιο χεράκι του, το κοίταξε καλά στα μάτια, και φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του: — Πόσων χρονών είνε το παιδί σου, κυρά μου; — Δεν έκλεισε το μαύρο τα έξη χρόνια ακόμα... — Και από πιο χωριό έρχεστε; — Πού χάθηκε το χωριό για μας, αφέντη μου.

Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . . Άλλη μια, ξανάρθε η πέρδικα του Ξαθού της το φλογερό χειλάκι να πιπιλίση. Μάβρος σαν την πίσα, δεν εξεχώριζε απ το βαθύ της νύχτας το σκοτάδι ο εβνούχος. Δεν τον είδε. . . — Αχ ! Μέμο ! Μέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . . Την τρίτη δεν ήρθε να χαδέψη με ταπαλό της χεράκι, σαν το μετάξι μαλακά τα ολόξαθα μαλιά του. Δεν ήρθε να γλυκαθή στα ζαχαρένια χείλη του.

Αλλ' η Μαργή εις απάντησιν εξέτεινε προς αυτόν το άσπρο της χεράκι με ανοικτούς δακτύλους και είπε: — Να στα φεγγιά σου! Με όλα τα επιφωνήματα της ευχαριστήσεως, με τα οποία υπεδέχετο τον λιθοβολισμόν ο Μανώλης, δεν έμεινε και πολύ ευχαριστημένος εκ της σκηνής εκείνης.