United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα πράγματα που είδα με γαργαλίζουν όπως το φτερό που στριφογυρίζομε στ' αυτί μας. ΠΕΤ. Πολύ θαυμαστόν ήτο αυτό το όνειρον. Λέγουν ότι τα όνειρα πετούν, αλλ' η πτήσις των περιορίζεται εις τον ύπνον• βλέπω όμως ότι το δικό σου υπερβαίνει τα όρια και εξακολουθείς να το βλέπης με ανοικτούς οφθαλμούς.

Ήτο μίαν στιγμήν μετά την έξοδον του Πλήθωνος. Ιδρώς αγωνίας περιέβρεχε το μέτωπον αυτής, και στραφείσα προς τον Πρωτόγυφτον, όστις είχε ανοικτούς τους οφθαλμούς, τω είπε·Σηκώσου γρήγορα να πάμε. Ο Γύφτος τρίψας τους οφθαλμούς απήντησε προς αυτήν·Πού θέλεις να πάμε; — Να φύγωμε απ' εδώ! είπεν η Αϊμά ανορθωθείσα. — Τι σου ήλθε πάλι; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος. Έπαθες τίποτε μες τον ύπνον σου;

Όθεν και τους αγρούς και τους κήπους του είχεν ανοικτούς εις τε τους συμπολίτας του και τους ξένους, όπως οι πτωχοί ελευθέρως λαμβάνωσιν εκ των καρπών και οπωρικών του· και καθ' ημέραν εις τον οίκον του είχε δείπνον λιτόν μεν, αλλ' άφθονον, όστις δε των πτωχών συνδημοτών του ήθελεν, ελευθέρως εισήρχετο και ανεξόδως εδείπνει.

Η θύρα ηνοίχθη, αλλ' ουδείς εισήλθεν. Ο Μάχτος έχων τους οφθαλμούς ανοικτούς και πάσχων συνήθως εξ αϋπνίας, είδε μόνον πρόσωπά τινα εις το σκότος, ιστάμενα εκτός. Ο Πρωτόγυφτος ήρχισε σιγανήν μετ' αυτών συνδιάλεξιν. Ο Μάχτος ήκουσε μόνον ασυναρτήτους λέξεις. — Λοιπόν καιρός; είπεν είς εκτός της θύρας. — Καιρός, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Κοιμώνται όλοι; ηρώτησεν αύθις ο αυτός άνθρωπος.

Η Κυρά Ρήνη με οφθαλμούς υπερμέτρως ανοικτούς, αναπνοήν διακοπτομένην, χείλη κινούμενα, έτοιμα να εκφέρουν βλασφημίας και κατάρας, απεκλειστικόν αυτών προσόν, παρετήρει κύπτουσα ανυπομόνως τας φλόγας, αίτινες εκοκκίνιζον φοβερώς το πρόσωπόν της, το μαραμένον ήδη.

Αλλ' η Μαργή εις απάντησιν εξέτεινε προς αυτόν το άσπρο της χεράκι με ανοικτούς δακτύλους και είπε: — Να στα φεγγιά σου! Με όλα τα επιφωνήματα της ευχαριστήσεως, με τα οποία υπεδέχετο τον λιθοβολισμόν ο Μανώλης, δεν έμεινε και πολύ ευχαριστημένος εκ της σκηνής εκείνης.

Τον παρετήρουν κρυφίως ημιανοίγων τα βλέφαρα. Έμενεν ακίνητος επί της κλίνης του, με τας χείρας σταυρωμένας υπό την κεφαλήν και τους οφθαλμούς ανοικτούς, προσηλωμένους εις την οροφήν. Δις ή τρις τους έστρεψε προς εμέ και μου απέτεινε ταπεινή τη φωνή τον λόγον, ερωτών εάν κοιμώμαι. Δεν απεκρίθην, προσποιούμενος ότι κοιμώμαι. Δεν είχα διάθεσιν διά συνομιλίαν.

Θα υπελάμβανε δε, ότι και ο ύπνος της και το όνειρόν της εξηκολούθουν εισέτι, αν δεν ησθάνετο τους οφθαλμούς της ανοικτούς, αν διά των άλλων αυτής αισθήσεων δεν αντελαμβάνετο, ότι η θέσις της μετεβλήθη, ότι δεν ευρίσκετο πλέον εν υπαίθρω, ουδέ κατέκειτο επί βράχων.

Τινές μάλιστα είπον ότι επίτηδες είχον κτίσει οι δύο σύζυγοι τους τάφους εκείνους τους ανοικτούς, διά να ξεγελάσουν τον θάνατον και διά να εξορκίσουν τον Χάρον . . .

Αλλά φαίνεται ότι η σκόνη συγκρατεί και τον ιδρώτα ο οποίος τρέχει άφθονος, και συντελεί εις το να διαρκή επί πολύ η δύναμις και εμποδίζει να βλάπτωνται υπό των ρευμάτων του ανέμου τα οποία τους προσβάλλουν καθ' ην ώραν έχουν ανοικτούς και χαλαρούς τους πόρους του δέρματος. Εκτός δε τούτου απορροφά και αποκαθαίρει τον ρύπον και καθιστά το σώμα στιλπνότερον.