United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και οι τέσσαρες οι βαστάζοντες αυτόν, βλέποντες ότι δεν ηδύναντο να φθάσωσιν εις τον Ιησούν διά μέσου του πλήθους, ανήλθον εις την οροφήν, χθαμαλήν καθώς αι των οικιών της Ανατολής, και ανοίξαντες ρωγμήν εις την στέγην, δι' άρσεως των κεράμων, κατεβίβασαν διά σχοινιών τον κράββατον μετά του παραλυτικού, ακριβώς εις το μέρος όπου εκάθητο ο Ιησούς.

Εν τω αραιώ του προθαλάμου σκότει διεγράφετο αμυδρώς το ισχνόν και υψηλόν του Κιαμήλ ανάστημα με το φωσφοροειδώς λευκάζον σαρίκιόν του, το όποιον ήγγιζε σχεδόν την οροφήν του δωματίου. — Το ξεύρουν μέσα πως ήλθες, Κιαμήλη; Η μητέρα σου ήτο πολύ ανήσυχος, είπον, προσπαθήσας να κρύψω την εμήν ανησυχίαν.

Τι να σ' πω, παιδί μου; να σε ζαλίζω! επανελάμβανε πάντοτε η γραία, χωρίς ν' αποσπάση από την μαυρισμένην οροφήν τους οφθαλμούς της, πλανωμένους, θαρρείς, εκεί επάνω εις καμμίαν εικόνα της φαντασίας της, κρεμασμένην εις κάποιαν μυστηριώδη της οροφής γωνίαν. — Καμμιά φορά όμως συνήρχετο.

Προς τας δύο γωνίας της δυτικής πλευράς, υψηλά προς την οροφήν ως εν ασφαλεία εκεί, ήσαν κρεμασμένα στεφάνια γάμου αποθανόντων ανδρογύνων, δύο-δύο δεμένα και ξεθωριασμένα πλέον, των οποίων είχον αποτριβή από τον χρόνον τα φύλλα της λεμονέας και τα βαράκια, εδώ και εκεί.

Κυττάζω εις τον άλλον τοίχον, και βλέπωμου εφάνητον νεκρικόν στέφανον με της ωραίαις γαλάζιαις κορδέλλαις του. Κυττάζω και εις την οροφήν, και βλέπωμου εφάνητα νεκρώσιμα πρώτα κηρία, φέγγοντα με φως αμυδρόν, μικρόν, γαλάζιον φως, φως νεκρόν. Ο κυρ-Στρατής εξηκολούθει θρηνητικώτατα το τροπάριον το πένθιμον.

Ο Γέρος ανεβίβασε σκαμνίον τι επί του λιθίνου ερείσματος του παραθύρου, ανέβη επί του σκαμνίου, εστηρίχθη διά της αριστεράς του παραθυροφύλλου ανοικτού, εστηλώθη μετά τόλμης προς την οροφήν, ανέτεινε την δεξιάν, και απέσπασεν έν κρύσταλλον εκ των κοσμούντων τους «σταλαμμούς» της στέγης. Ήρχισε να το εκμυζά βραδέως και ηδονικώς, και έδιδε και εις την Πατρώναν να φάγη. Επείνων τα κακόμοιρα.

Η πυρά κατέφαγεν ευθύς τον κλάδον της κουμαριάς· τα ξηρά φύλλα έτριζον απαισίως, ως κόκκαλα αρνίου εις το στόμα λύκου· αι φλόγες ανεπήδησαν συ ρίζουσαι εις τα ύψη, ωσεί θέλουσαι να καταφάγουν την οροφήν Η Κυρά Ρήνη παρετήρησε μετά χαράς ότι η εντολή της εισηκούσθη.

Έπειτα και συνεχόμενον προς αυτά υπάρχει διαμέρισμα περιττόν μεν διά το λουτρόν, αναγκαίον δε προς υποδοχήν των πλουσιωτέρων. Ακολούθως και κατά σειράν εκατέρωθεν ευρίσκονται δωμάτια διά να εκδύωνται οι λουσμένοι και αποθέτουν τα ενδύματά των, και μεταξύ αυτών αίθουσα με υψηλοτάτην οροφήν και φαιδρότατον φωτισμόν, εις την οποίαν υπάρχουν τρεις λουτήρες με ψυχρόν νερόν.

Τον παρετήρουν κρυφίως ημιανοίγων τα βλέφαρα. Έμενεν ακίνητος επί της κλίνης του, με τας χείρας σταυρωμένας υπό την κεφαλήν και τους οφθαλμούς ανοικτούς, προσηλωμένους εις την οροφήν. Δις ή τρις τους έστρεψε προς εμέ και μου απέτεινε ταπεινή τη φωνή τον λόγον, ερωτών εάν κοιμώμαι. Δεν απεκρίθην, προσποιούμενος ότι κοιμώμαι. Δεν είχα διάθεσιν διά συνομιλίαν.

Είπεν ο κυρ-Στρατής, πειραχθείς ολίγον. Και αμέσως, συγκρούων το ποτήριον μετά του φίλου μου, έκραξε φαιδρώς. — Εις υγείαν των πεθαμένων! Είχε κενωθή η μία χιλιάρικη, επλησίαζε δε και η άλλη. Εγώ μη δυνάμενος πλέον να βλέπω μήτε εις τον ένα τοίχον μήτε εις τον άλλον, μήτε εις την οροφήν, μήτε εις το εκλείπον πλέον χοιρίδιον — μ' εφαίνετο και αυτό ως νεκρόνδεν έβλεπον πουθενά.