United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το προανάκρουσμα ετελείωσε, διά να δυνηθή να αρχίση το όραμα της ζωής, η δυσαρμονία διελύθη αντικατασταθείσα εν τη αρμονία. Καλείς τούτο πένθιμον ιστορίαν; Η καϋμένη η Μπαμπέττα! Ήτο εις ανέκφραστον αγωνίαν. Το ακάτιον επροχώρει διαρκώς μακρύτερα. Κανείς εις την ξηράν δεν ήξευρεν, ότι το ζεύγος των μνηστευμένων είχε μεταβή εις την μικράν νήσον.

Με τάλλα τα παιδιά, διαβαίνοντες τ' απάτητα χαλάσματα των οικίσκων γεμάτα όφεις και σκορπίους, εφθάναμεν επάνω εις το όρυγμα, ν' ακούσωμεν τον πένθιμον αντίλαλον, με φρίκην. Ν' ακροασθώμεν τρέμοντες τον ύστατον της Ατανούς της χήρας βογγητόν, της χήρας όπου είχε τα πολλά παιδιά, διάλογον συνάπτοντες εν τρόμω προς τον γοερόν αντίλαλον: — Αλτανοουουουουού! . . . — Ουουουουουουου! . . .

Εστάθη εις το χάσμα της θύρας, εκύτταξε μετά προφυλάξεως έξω, δεξιά, αριστερά, άνω, κάτω του δρόμου· δεν είχε ψυχήν ούτε σκιάν. Έβαλε πτερά εις τους πόδας της. Δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ην ήκουε μέσα εις την ψυχήν της, όπου υπήρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ηχώ, το πένθιμον εκείνο κλαύμα του βρέφους. Κ' ενόμιζεν ότι έφευγε τον κίνδυνον και την συμφοράν και την πληγήν την έφερε μαζύ της.

Δεν το εσυλλογίσθημεν, βλέπεις. Είμεθα τόσον πολυάσχολοι! Έπειτα, . . . μήπως είχε μουσικήν; Μήπως είχαμεν αφορμήν να ακούσωμεν και να κρίνωμεν κανέν νέον πένθιμον εμβατήριον του αρχιμουσικού μας; Εν Αθήναις τη 5 Ιουλίου 1879

Μοι είπον δε ότι αι θαλάσσιοι Γοργόνες, δι' ων χθες και πρώην έστιζον κατ' έθος τα στήθη και τας ωλένας πολλοί των ημετέρων ναυτικών, έχουσι την αρχήν εκ του διηγήματος τούτου. Το πένθιμον τέλος. Σκότος βαθύ εκάλυπτε πάσαν την γην, και η Αϊμά είχεν εισέλθει μετά του πατρός της εις το καταφύγιον εκείνο. Η νέα εξεπλάγη εκ του ασυνήθους τούτου εσωτερικού.

Το όραμα του Μάκβεθ αποτελεί εν συνόλω συμφωνίαν φαντασιώδη και πένθιμον, της οποίας την διαπασών ευθύς απ' αρχής δίδει ο διάλογος των τριών Μαγισσών, εν τω μέσω της περικυκλούσης αυτάς τρικυμίας.

Μόνον όταν τα παιδιά πηγαίνουν τώρα εις το έρημο χωριό μου, 'ς το Κάστρο μου, αφού προσκυνήσουν τον κάτασπρον Χριστόν με τασημένια κανδηλάκια του, αφού συνάξουν σύκα από τας αγριοσυκάς, από μέσα από τα έρημα χαλάσματα και κάππαριν από τας βραχώδεις του Κάστρου άκρας, την ώραν που θα φύγουν, πλησιάζουν με τρόμον επάνω εις το αντιλαλούν εκείνο όρυγμα, εις το κατασκότεινον βάθος του οποίου αλαλάζει και βοϋζει το αφρισμένον κύμα, ως ν' αποθνήσκη εκεί κάτω ζωντανή ψυχή, και συνάπτουν, εις το χείλος του ορύγματος καθήμενα τα άκακα παιδία, συνάπτουν πένθιμον διάλογον προς την χήραν την Αλτανού, που είχε τα πολλά παιδιά.

Η οικία ήτο εκ των σχηματιζουσών τον εξωτερικόν περίβολον του Κάστρου, έκειτο δε υπεράνω της κοιλάδος και απέναντι του αποκρήμνου ακρωτηρίου, το οποίον χθες, εις το φως της δείλης, μας επροξένησε τόσον πένθιμον εντύπωσιν. Ήδη, βλεπόμενον άνωθεν και φωτιζόμενον υπό του ηλίου, δεν είχε την χθεσινήν απαισίαν μορφήν του.

Το αυτό πένθιμον ρεύμα, η βαθυτάτη βαρυθυμία, ανεφάνη κατόπιν με αισθηματικωτάτην έκφρασιν εις τον μυστηριώδη αποχωρισμόν του από την Οφηλίαν, και πάλιν με διαφανεστάτην ενάργειαν εις την συνομιλίαν με τους συμμαθητάς του.

Αυτά όλα τα ζηλεύεις συ, και θα τα ποθής βεβαίως εντός ολίγου από της Ω ρ α ί α ς Ν ή σ ο υ της λίμνης σου. Μη απελπίζεσαι όμως, και εγώ σου στέλλω προσεχώς ένα αθηναίον τέττιγα, ίνα παρηγορή, διά της θέας του καν, τας ώρας της ανίας σου. — Τι άλλο να σου γράψω; Α! έχω έν νέον, πένθιμον όμως και βαρύ, το οποίον θα θολώση βεβαίως τους οφθαλμούς σου και θα σφίγξη την καρδίαν σου.