United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον αναγνώρισε αμέσως: ήταν ο Βαρόνος, ένας από τους τόσους αρχαίους Βαρόνους που τα φαντάσματά τους ζούσαν ακόμη ανάμεσα στα χαλάσματα του Κάστρου, μέσα στα υπόγεια που ήταν σκαμμένα κάτω από τον λόφο και κατέληγαν στη θάλασσα. «Κορίτσι μου», της είπε με ξενική προφορά, «τρέξε στην Κυρία της γέννας και παρακάλεσέ την ν’ ανέβει απόψε το βράδυ στο Κάστρο, επειδή η γυναίκα μου, η Βαρόνη, κοιλοπονά.

Ενώ κατεβαίναμε τα τατσάβραχα προς τη λίμνη κατά το μεσημέρι, ακούγαμε ότι μας συνόδευε από πίσω το κατηφόρισμά μας ποιμενικό τραγούδι, π' αντιλαλούσαν απ' αυτό τα πλευρά του βουνού και τα τείχια του παλιού κάστρου.

Σοβαρός και αρχαϊκός, γαλανός και ανοιχτοπρόσωπος, ο κυρ Δημητράκης τ' Αγάλλου, με τας πλατείας χειρίδας, την κεντητήν ζώνην, και τα στιλπνά πανωβράκια του, εσύχναζε καθ' εκάστην εις το Κιόσκι........εντός της σιδηράς πύλης του Κάστρου, και αντικρύ εις το μικρόν τζαμί, το οποίον ευρίσκετο διά τον τύπον εκεί, τάχα διά τας θρησκευτικάς ανάγκας του μοναδικού Αγά, όστις ευρίσκετο ως σημείον συνδέσμου και υποταγής εφ' όλης της νήσου.

Εις τον βράχον του επάνω, τον υψηλόν, όπου υπήρχον τα σπιτάκια του χωριού μου, του Κάστρου μου, τα εύμορφα μικρά σπιτάκια, μόνον χαλάσματα έμειναν, και από της τόσαις εκκλησίτσαις του, μία μόνον απέμεινεν, ο Χριστός μόνον, ο κάτασπρος Χριστός, οπού μακρόθεν ξεχωρίζει ασπροβολών, πρωί- πρωί, εις του ηλίου το ακτινοβόλημα.

Μια πάνω στην άλλη έστελναν για το Βλαχογιώργο στα υπουργεία τις αναφορές, και καθετόσο εξέσπαγαν στου άμοιρου Νυχόπουλου την πλάτη, του δάσκαλου στο Έξη που έγραφε τις αναφορές. Ο Βλαχογιώργος πάντα έμενε στου κάστρου τη φρουρά, μπόγιας και τύραννός τους σκληρός και φοβερώτατος.

Κατά τους χρόνους της επαναστάσεως πολλάκις από του Κάστρου, διασχίζουσα τα καταγώγια των κλεφτών, κατέβαινεν «εις τον κάμπο» προς συλλογήν του ελαιοκάρπου τώρα όμως δεν είχε να κάμη πλέον με ανθρώπους.

Ο Πορτάρης του Κάστρου ο γείτονάς της, πολλαίς φοραίς το εγλύτωσεν από πνίξιμον. — Πάλε στον γιαλό; πάλε στον γιαλό; Τον έδερνε τον Μανώλην η μητέρα του. Τον έβαλε κατόπιν εις το σχολείον, να μάθη δυο γράμματα.

Τας φοβεράς τρικυμιώδεις νύκτας, ότε το πέλαγος εκείνο το άγριον ανέτρεπεν ως καρυόφλοια τα μικρά πλοιάρια, ήνοιγε τα παράθυρον το μικρόν, το βλέπον προς εκείνο το αντιλαλούν του Κάστρου όρυγμα, και εφώναζε ή εθρήνει μάλλον: — Μανώλη, παιδί μου ου ου ου ου! — Ου ου ου ου ου! Έφθανε βοϋζων ο θρήνος κάτω εις το Διαπόρτι, όπου ο Μανώλης άφοβα ησύχαζε μεταξύ των δύο εκείνων σκοπέλων.

Είτα διά το ασφαλέστερον, κατήλθεν ακόμη χθαμαλώτερον προς τον αιγιαλόν, και πάλιν ήρχισεν ελαφρά και γοργά πατών ν' ανέρχηται προς την γέφυραν του Κάστρου. Ευρίσκετο ενώπιον του φρουρίου. Φοβερόν βραχώδες βάραθρον, όπου ίλιγγος και σκοτοδίνη κυριεύει τον άνθρωπον, άβυσσος ξηρά αιωρουμένη υπεράνω της υγράς αβύσσου χάσκει υπό την γέφυραν.

Έρχονταν να πιάσουν τη θέση τους τρεχάτοι, όσοι έλειπαν, από κάθε τάπια και γωνιά του κάστρου μέσα, κ' εκείνοι που απόμειναν στην πόλη κάτω έτρεχαν απάνω λαχανιασμένοι, βιαστικοί. Ήταν μια πρωινή χαρά Θεού. Γαλάζιος, καταξάστερος ο ουρανός άπλωνε απάνωθε γλυκύτατος.